ΜΙΛΩΝΤΑΣ ΓΙΑ ΤΟ DYLAN

Ένα Νόμπελ, χαριστική βολή* 

Τώρα που πέρασε το ειδησεογραφικό κύμα για τη βράβευση του Bob Dylan, μπορώ να γράψω εκείνο που ήθελα να γράψω όταν άκουσα για πρώτη φορά ότι ο Ντύλαν πήρε Νόμπελ …λογοτεχνίας, αλλά δεν το έκανα. Κι αυτό που ήθελα να γράψω είναι: «καλό είναι που ο Ντύλαν πήρε το Νόμπελ, αλλά θα ήταν ακόμα καλλίτερα να μην το έπαιρνε». Το γιατί το εξήγησε με με τον τρόπο του ένας άλλος μεγάλος τραγουδοποιός, ο Leonard Cohen (http://cohencentric.com/2016/10/14/leonard-cohen-bob-dylans-nobel-prize-like-pinning-medal-mount-everest-highest-mountain/) . 

Λοιπόν, όσοι γνωρίζουν και αγαπούν τον Ντύλαν είτε πρόσφατα είτε από πιο παλιά, ξέρουν και εμπειρικά αυτό που ξέρουν ειδικευμένοι δημοσιογράφοι και μουσικοκριτικοί, ερευνητές της folk της jazz, της country και της rock  μουσικής. Δηλαδή ότι ο Ντύλαν δεν είναι μόνο ποιητής, ούτε μόνο συνθέτης. Ο Ντύλαν είναι τραγουδοποιός. Και όπως συμβαίνει με κάθε τραγουδοποιό, η μουσική και οι στίχοι είναι αδιαίρετα. Το ένα οδηγεί στο άλλο και συχνά το αλλάζει και τελικά το  φτιάχνει και μας το παραδίδει στη μορφή που το αποθηκεύουμε τη μνήμη και την εμπειρία μας. Έτσι συμβαίνει με τους περισσότερους τραγουδοποιούς. 

Κι ο Ντύλαν δεν είναι οποιοσδήποτε τραγουδοποιός. Όπως έχουν υποστηρίξει κάποιοι είναι ένας από τους μεγαλύτερους τραγουδοποιούς του 20ου αιώνα, που άσκησε τεράστια επιρροή σε πλήθος άλλους γνωστούς (αλλά και σχετικά άγνωστους) δημιουργούς των μουσικών ειδών που προαναφέρθηκαν, αλλάζοντας τον τρόπο που γράφεται η μουσική (και τι μουσική γράφεται), αλλάζοντας και τον τρόπο που γράφεται ο στίχος της (και ποιος στίχος γράφεται).  

Αυτό που συγκίνησε τους νέους στα χρόνια της νιότης αλλά και της ωριμότητας του Ντύλαν, στα χρόνια τα αμφισβήτησης, μετά στα χρόνια του συμβιβασμού, αλλά ακόμα και σήμερα, ανά την υφήλιο, δεν ήταν και δεν είναι κάποιοι «ξεροί στίχοι» γραμμένοι σε λευκό χαρτί, αλλά λόγια ντυμένα με μουσική, μουσική που αποκτούσε νόημα από τα λόγια, λόγια που ντυμένα με μουσική γίνονταν σύμβολα για να γίνουν συναίσθημα, σκέψη δράση και τούμπλαλιν. 

Σε αντίθεση προς τους τραγουδοποιούς, η δουλειά του λογοτέχνη είναι αυτοτελής, αυτάρκης και η αξία της καθορίζεται από την ίδια τη γραφή. Δεν έχει ανάγκη τη μουσική για την αποκτήσει. Αν κάτι τέτοιο γίνει παράγεται σαν νέο έργο και η όλη η διαδικασία είναι γνωστή σαν διακειμενικότητα. Αλλά στο έργο του τραγουδοποιού δεν υπάρχει κάτι τέτοιο, τουλάχιστον σε ότι αφορά το υπό κρίση έργο. Μουσική και στίχοι είναι αδιαχώριστα για να αποδώσουν εικόνες και συναισθήματα και σκέψεις. Το όλον δεν είναι οι στίχοι, το όλον δεν είναι είναι η μουσική. Το όλον είναι η μουσική ντυμένη με στίχους, και αντίστροφα στίχοι ντυμένοι με μουσική.  

Όταν λοιπόν δίνεις Νόμπελ ή οποιοδήποτε άλλο βραβείο λογοτεχνίας σε έναν τραγουδοποιό και μάλιστα αυτού του βεληνεκούς, λυπάσαι και χαίρεσαι μαζί. Η είδηση σου αφήνει μια γλυκόπικρη γεύση. Χαίρεσαι γιατί μια τόσο υψηλή πνευματική αρχή αναγνωρίζει την αξία ενός δημιουργού της λαϊκότροπης μουσικής. Από την άλλη όμως λυπάσαι γιατί μια τέτοια βράβευση μοιάζει διεκπεραιωτική. Μοιάζει σαν «να του δώσουμε ένα βραβείο, πριν φύγει απ’ τη ζωή». Να τάχουμε καλά με τη συνείδησή μας και με το κοινό. 

Λυπάσαι όμως πιο πολύ γιατί όταν ο Ντύλαν βραβεύεται για τα λογοτεχνικά του επιτεύγματα, στην πραγματικότητα  το βραβείο πάει στο μισό κομμάτι της δουλειάς του, βραβεύεται το μισό αντί όλο κομμάτι της δουλειάς του, που από μόνο του δεν βγάζει το  νόημα που είχε όταν συντάραζε όπου και όπως ακουγόταν. Όταν δίνεις το Νόμπελ σε έναν τραγουδοποιό, και μάλιστα όπως ο Ντύλαν,, για τη μισή δουλειά του, υποτιμάς την άλλη μισή χωρίς τη οποία η βραβευμένη είναι ανάπηρη. Όταν δίνεις το Νόμπελ στον τραγουδοποιό Ντύλαν υποτιμάς εντέλει υποτιμάς την ολόκληρη, υποτιμάς εντέλει τον δημιουργό που τιμάς. 

Και όχι μόνο αυτό. Δίνοντας Νόμπελ για τη μισή δουλειά του, για μια δουλειά χωρίς νόημα, πας ένα βήμα παραπέρα. Ευνουχίζεις ένα λίγο ως πολύ αντισυμβατικό έως και εξεγερτικό έργο (ανάλογα με το έργο και την περίοδο  ή τις συνθήκες αναφοράς) ακόμα περισσότερο απ’ ότι ήδη έχει ευνουχιστεί. Του στερείς ακόμα περισσότερο την όποια άδολη ορμή, την όποια υπέρβαση της εγωιστικο-καταναλωτικής διάστασης με την οποία η πολιτιστική βιομηχανία έχει ντύσει τη μουσική και άλλες παραγωγές, και τις συνεπαγόμενες πρακτικές. εδώ και δεκαετίες. Κι αυτό είναι ακόμα πιο θλιβερό σε εποχές που η οικονομική κρίση, οι πολεμικές βαρβαρότητες  και οι παλιές και νέες κοινωνικές ανισότητες έφτιαξαν ακόμα περισσότερους Willie McTell, ακόμα περισσότερους Hurricane  ακόμα περισσότερα Βιετνάμ, αν και αόρατα στην οθόνη της τηλεόρασης ή ακόμα και του υπολογιστή, χάρη στην πρόοδο των τεχνικών “διαχείρισης της πρόσληψης” (perception management). Με άλλα λόγια όταν δίνεις Νόμπελ σε έναν τραγουδοποιό σαν τον Ντύλαν είναι σαν να τον σκοτώνεις καλλιτεχνικο-κοινωνικά, σαν να τον εκδικείσαι για το εξεγερτικό του παρελθόν, την ίδια στιγμή που αναγνωρίζεις τη δημιουργική του ευφυΐα. 

Αυτό ήταν που διαισθάνθηκαν πολλοί, ακόλουθοι ή μη της μουσικής του Ντύλαν και αντέδρασαν αναλόγως. Μουσικά αφιερώματα, σκηνές από τη ζωή του, τα λόγια του σε διάφορες εκδηλώσεις, τα καλλίτερα «κομμάτια» του ανεβασμένα στα σόσιαλ μίντια  κοκ. Μόνο το  RIP έλλειπε στις αντιδράσεις πολλών χρηστών του διαδικτύου.   Αν κάποιος δεν είχε ακούσει την είδηση ίσως και να νόμιζε ότι ο Ντύλαν είχε πεθάνει. Και μια τέτοια αίσθηση δεν είναι και πολύ μακριά από την πραγματικότητα.  

Θα αντιλέξει κάποιος πως δεν ήταν η Σουηδική Ακαδημία που ευνούχισε τον Ντύλαν. Πως αυτό το έργο το είχε ξεκινήσει μόνος του εδώ και καιρό, και μάλιστα σε κάποιες περιόδους αυτή η αυτοκαταστροφή  του προηγούμενου καλλιτεχνικο-κοινωνικού εαυτού γνώρισε ιδιαίτερες εξάρσεις. Ας μην ανοίξουμε εδώ το κεφάλαιο για τις αντιφάσεις στο έργο ενός δημιουργού και των σχέσεών τους με τις αντιφάσεις της εποχής και των κοινωνικών συνθηκών, που αποτελεί το αγαπημένο θέμα κοινωνιολόγων και φιλοσόφων της τέχνης. Σημασία έχει πως ο Ντύλαν πότε βυθιζόταν, σαν ναυαγός, στη βάση των κυμάτων των κοινωνικο-πολιτικών αλλαγών, και πότε σαν δείκτης στεκόταν στην κορυφή τους. Σημασία έχει πως η Σουηδική Ακαδημία αναγνώρισε το μεγαλείο του και ταυτόχρονα του έδωσε τη χαριστική βολή ως κριτικού καλλιτέχνη. Ίσως πάλι αυτή η βράβευση δεν είναι για πολλούς η χαριστική βολή, αλλά η συνειδητοποίηση  της πραγματικότητας στο πρωινό ξύπνημα, μετά από ένα βράδυ γεμάτο πιοτό, μουσική και όνειρα. Σημασία έχει πως τόσο για τους πρώτους όσο και για τους δεύτερους πολύ δύσκολα πια θα ξαναγράψει ο Ντύλαν για οποιονδήποτε Hurricane, για οποιονδήποτε Willie McTell.  

*Το κείμενο αυτό δε διεκδικεί δάφνες αλήθειας, αλλά είναι η υποκειμενική αντίληψη του συντάκτη για τη κοινωνικό-καλλιτεχνική σημασία της βράβευσης αυτού του πραγματικά σπουδαίου δημιουργού. Είναι η ματιά κάποιου από το κοινό.