ΑΠΟ ΤΟ ΙΝΤΕΡΝΕΤ ΣΤΗ ΛΟΓΟΚΡΙΣΙΑ;

Η εκρηκτική διάδοση του διαδικτύου παγκοσμίως, αλλά και στη χώρα μας, σε συνδυασμό με τη δυνατότητα που έδωσε σε κάθε χρήστη να εκφράζει ελεύθερα την άποψή του, αλλά και κάθε πληροφορία που πέφτει στην αντίληψή του, έρχεται σε σύγκρουση με πολλές από τις προηγούμενες νομικές ή ηθικές απαγορεύσεις, ή πεποιθήσεις μας, αναφορικά με το τι μπορεί να λέγεται δημόσια και τι όχι. Έτσι, ένα νέο κύμα λογοκρισίας, ή και διώξεις, με επίκεντρο το διαδίκτυο, εξαπλώνεται τα τελευταία χρόνια παγκοσμίως, αλλά και στη χώρα μας, όπως έδειξε η υπόθεση του «Παστίτσιου», καθώς και μερικές ακόμα περιπτώσεις. Το κύμα αυτό είναι πολύ ορατό στη Κίνα, όπου υπάρχουν τεχνολογικά εμπόδια πρόσβασης στο δυτικό διαδίκτυο, είναι πολύ έντονο στην Τουρκία. Γίνεται επίσης έντονο στην Ουγγαρία, στην Πολωνία και αλλού. Στην Ελλάδα πολλαπλασιάζονται οι προσπάθειες παρεμπόδισης στη δημοσίευση απόψεων ή οι κυρώσεις, για “καυτά” πολιτικά θέματα, ή για σκίτσα, βίντεο κ.ά. για θρησκευτικά θέματα, που θεωρούνται από κάποιους ότι “βλασφημούν τα θεία”. Τις απαγορεύσεις και τις διώξεις τις επιβάλλουν άμεσα ή έμμεσα είτε πολιτικές και θρησκευτικές αρχές (λ.χ. αστυνομία, δικαστήρια) είτε οι προϊστάμενοι των μέσων επικοινωνίας. Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος της επιδείνωσης της θέσης της Ελλάδας στη διεθνή κατάταξη στην ελευθερία του Τύπου την τελευταία δεκαετία. Αυτή η πρακτική  παρεμπόδισης της δημοσίευσης «αιρετικών» απόψεων θεωρείται λογοκρισία.  Σε κάθε περίπτωση, κορύφωση της λογοκρισίας στο διαδίκτυο αποτελεί η οικονομική του κατάκτηση από οικονομικά μονοπώλια όπως η Microsoft, η Google, το Facebook, το YouTube κ.ά., καθώς και ο πολιτικός και ιδεολογικός του έλεγχος που θα τον καταστήσει δυνατό η οδηγία του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου που ψηφίστηκε το Μάρτιο 2019.

Τι είναι όμως η λογοκρισία; Λογοκρισία είναι η παρεμπόδιση κάποιου με οποιοδήποτε μέσο να δημοσιοποιήσει μια πληροφορία (για κάποιο γεγονός) που γνωρίζει ή να δημοσιοποπιήσει την άποψή του για οτιδήποτε ή οποιονδήποτε. Λογοκρισία είναι επίσης η παρεμπόδιση της πρόσβασης κάποιου σε μια πληροφορία που είναι ήδη δημοσιοποιημένη (λ.χ. σε ομιλία στην πλατεία, ή σε οποιαδήποτε εφημερίδα, τηλεοπτικό πρόγραμμα ή ιστοσελίδα). Γι’ αυτό, οι λογοκριτικές πρακτικές του κράτους είναι εντονότερες σε αυτές τις περιοχές της δημοσιότητας. Για τον ίδιο λόγο θύματα της λογοκρισίας είναι συχνότερα οι δημοσιογράφοι και εν γένει οι δημοσιολογούντες (όχι απαραίτητα δημοσιογράφοι), αλλά και καλλιτέχνες, καθώς και όσοι κοινοποιούν τις σκέψεις τους. Τη λογοκρισία την ασκούν φορείς με  οικονομική και πολιτική ισχύ (κυβερνητικά και κρατικά όργανα, επιχειρήσεις, ιδιαίτερα επιχειρήσεις ΜΜΕ, πολιτικά κόμματα, εκκλησίες κ.ά.).  

Η παρεμπόδιση δημοσιοποίησης ή λήψης μια πληροφορίας μπορεί να προέλθει από αυτολογοκρισία, από το εσωτερικό ενός θεσμού (π.χ. από τους υπεύθυνους σε μια εταιρεία, από τους ανώτερους στο στρατό, από τους γονείς στην οικογένεια, από τους αρμόδιους στη διοίκηση ενός καλλιτεχνικού  φορέα λ.χ. ενός δημόσιου θεάτρου, από ανώτερα στελέχη ενός κόμματος κοκ). Από την άλλη πλευρά όσοι ανήκουν σε πολιτικούς ή οικονομικούς οργανισμούς και θέλουν να καταγγείλουν κάποια παράνομη ενέργεια αυτού του οργανισμού γίνονται μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος (whistleblowers), οι οποίοι συνήθως διώκονται, όπως για παράδειγμα ο  Snowden, η Manning κ.ά. Κι αυτό δεν μπορεί να γίνει χωρίς μέσα επικοινωνίας που θα δημοσιοποιήσουν τις απόψεις τους. Γι’ αυτό και πολλαπλασιάζονται στις μέρες μας τέτοια μέσα, ιδιαίτερα στο διαδίκτυο, όπως τα Wikileaks, στα οποία είναι πολύ δύσκολη έως αδύνατη η άσκηση πίεσης από την οικονομική ή πολιτική εξουσία, και κατά προέκταση η παρεμπόδιση της δημοσίευσης των καταγγελιών. 

“Άτιτλο”, της Shipa Gupta (2017-2018). Φωτογραφία Radhika Iyengar 

Η λογοκρισία μπορεί να πραγματοποιηθεί με  την ηθική πίεση (λ.χ. με τη δυσφήμιση, τον κοινωνικό αποκλεισμό των ατόμων που διακινούν ή λαμβάνουν «επικίνδυνες» πληροφορίες), με διοικητικά μέτρα, με αρνητικές κυρώσεις (πρόστιμο, δυσμένεια, άσκηση βίας, απόλυση κ.λπ.) και θετικές κυρώσεις (πρόσληψη, προαγωγή, βράβευση κ.ά.). Η λογοκρισία μπορεί να ασκηθεί βάσει νομικού/ρυθμιστικού πλαισίου (νόμοι, καταστατικά κ.λπ.) ή απλά μέσω ισχύος. Τη λογοκριτική πρακτική μπορούν να την ασκήσουν λογής πολιτικά και κρατικά στελέχη, ιεράρχες, εκπαιδευτικοί, δικαστικοί, ή στελέχη καλλιτεχνικών φορέων, διευθυντές εταιρειών, εν γένει άτομα με εξουσία. 

Από την άλλη όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η απαγόρευση δημοσίευσης απόψεων και πληροφοριών αποτελεί στοιχείο κάθε κοινωνίας, συμπεριλαμβανομένης και της σημερινής. Σήμερα απαγορεύεται λ.χ. η δυσφήμηση, η προσβολή προσωπικότητας κ.λπ. κάποιου, αλλά και η παιδική πορνογραφία, ο λόγος μίσους, η παρακίνηση  σε διάπραξη εγκλημάτων κ.ά. Συνεπώς, το θεμελιώδες ερώτημα είναι όχι αν (πρέπει να) υπάρχει λογοκρισία, αλλά ποια λογοκρισία είναι κάθε φορά αποδεκτή. 

Το ποια λογοκρισία είναι αποδεκτή εξαρτάται από τις εκάστοτε ιστορικές συνθήκες. Κυρίως όμως είναι προϊόν συσχετισμού δύναμης μεταξύ των επιμέρους οικονομικών, πολιτικών και ιδεολογικών φορέων. Αν για παράδειγμα την εξουσία σε μια χώρα την έχουν φασίστες και ρατσιστές τότε κάθε δημοκρατική άποψη (που πρεσβεύει την ισότητα των δικαιωμάτων και την οικουμενική διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου χωρίς διακρίσεις) τίθεται υπό διωγμό. 

Το ερώτημα είναι λοιπόν είναι σύνθετο. Για ποιά θέματα μπορούν να δημοσιεύονται πληροφορίες (π.χ. είναι αποδεκτή η δημοσιοποίηση της προσωπικής μας ζωής ή θεμάτων που αφορούν την εθνική άμυνα); Ποιες απόψεις είναι αποδεκτές (π.χ. μπορεί να διδάσκονται ισότιμα στο κοσμικό σχολείο η θεολογική και  επιστημονική ερμηνεία της καταγωγής του ανθρώπου); Ποια μπορεί να είναι τα κριτήρια της απαγόρευσης (μπορεί να απαγορεύονται στα ΜΜΕ απόψεις που ανήκουν σε άλλο θρήσκευμα ή πρεσβεύουν την αθεΐα;). Ποιος μπορεί να ασκεί λογοκρισία (μπορεί π.χ. ένας κρατικός υπάλληλος ή ένας διευθυντής σχολείου ή ένας λοχαγός;) κ.λπ.

Το ερώτημα λοιπόν είναι ποια λογοκρισία δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.  Δεν είναι εύκολο να απαντηθεί. Κατ’ αρχήν δεν είναι αποδεκτή η λογοκρισία που παραβιάζει  την οικουμενική διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου (συγκεκριμένα και επί της αρχής). Δεν μπορεί να επιτρέπεται λ.χ. ο ρατσιστικός λόγος, ο λόγος μίσους, η προσβολή της αξίας του ανθρώπου, ή η  απαγόρευση να πιστεύει κάποιος και να εκφράζει δημόσια τις πολιτικές, θρησκευτικές κ.ά. πεποιθήσεις του. Δεν είναι αποδεκτή η τυπική ή άτυπη λογοκρισία που περιορίζει την πολιτιστική και γλωσσική ποικιλότητα σε μια χώρα. Δεν είναι αποδεκτή η λογοκρισία που μπορεί να επιβάλλει άμεσα ή έμμεσα ένας φορέας (λ.χ. η εκκλησία, η αστυνομία, ο στρατός, το σχολείο κ.ά.) και εν γένει οι φορείς δημόσιας εξουσίας έναντι των μελών τους, ιδιαίτερα δε έναντι τρίτων – αν δεν αιτιολογείται από υψίστης σημασία, για το δημόσιο συμφέρον, λόγο.  Δεν είναι αποδεκτή η λογοκρισία που ασκούν άμεσα ή έμμεσα όσοι έχουν οικονομική ή πολιτική και εν γένει διοικητική δύναμη έναντι τρίτων. 

Έτσι, δεν είναι αποδεκτή η λογοκρισία λ.χ. με κριτήριο την «προσβολή» οποιονδήποτε συμβόλων ή πεποιθήσεων, πολιτικών, αθλητικών, ακόμα και θρησκευτικών, που μπορεί να έχουν κάποια μέλη της κοινωνίας – ανεξάρτητα από τον αριθμό τους (ακόμα π.χ κι αν αποτελούν τη μεγάλη πλειοψηφία). Πρώτον διότι οι πεποιθήσεις και τα σύμβολα δεν μπορούν να νοιώσουν προσβολή. Προσβάλλονται οι άνθρωποι αλλά όχι τα σύμβολα. Δεύτερον διότι η σημασία των συμβόλων δεν είναι αντικειμενική, αλλά κατασκευάζεται κοινωνικά. Συνεπώς τα ίδια σύμβολα (λ.χ. η σημαία ή το ψάρι) έχουν διαφορετική σημασία για διαφορετικές κατηγορίες μελών της κοινωνίας, και ιδιαίτερα σε διαφορετικές στιγμές της ιστορικής εξέλιξης (π.χ άλλα πράγματα σήμαινε η σημαία στη χούντα ή το ψάρι για τους χριστιανούς μέχρι το 300 μ.Χ.). 

Συνεπώς, μόνο οι σχέσεις εξουσίας μπορούν να παγιώσουν τη σημασία των συμβόλων (λ.χ. των εικόνων) και όχι όσοι ερμηνεύουν τη σημασία των συμβόλων, άρα και να επιβάλουν κάποιοι απαγορεύσεις και κυρώσεις επικαλούμενοι προσβολή συμβόλων. Το ποια ερμηνεία του ενός ή άλλου συμβόλου θα επικρατήσει και συνεπώς τι θα θεωρηθεί βλασφημία είναι αποκλειστικά θέμα ισχύος. Προκύπτει από τις σχέσεις εξουσίας μεταξύ των ανθρώπων όχι από τη σχέση των πιστών με τον θεό τους. Καθένας θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι προσβάλλεται αν κάποιος άλλος ερμηνεύσει και μεταχειριστεί διαφορετικά τα σύμβολα που ο ίδιος ασπάζεται ευλαβικά. Έτσι όμως θα ανοίγαμε την πόρτα σε μια νέα εποχή βαρβαρότητας όπως έγινε στη περίπτωση του Charlie Hebdo.  

Κοντολογίς δεν είναι αποδεκτή οποιαδήποτε λογοκρισία παρεμποδίζει την ανάπτυξη οποιονδήποτε γνωστικών, διανοητικών, συμβολικών, κ.ά. δυνατοτήτων και δεξιοτήτων του ανθρώπου στη σύγχρονη κοινωνία της πληροφορίας. Συνεπώς, κάθε κράτος οφείλει να υψώσει θεσμικά εμπόδια εκεί από όπου προέρχονται οι τυπικές ή και άτυπες πρακτικές λογοκρισίας. Πρέπει να διαλέξουμε. Δεν γίνεται να είμαστε και με το μεσαίωνα και με τη σύγχρονη κοινωνία. 

Το άρθρο δημοσιεύεται στο τεύχος Ιανουαρίου – Μαρτίου 2020 του περιοδικού “Γέρα”