Ο ΧΕΙΜΩΝΑΣ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ

Στη λογοτεχνία, στη λαϊκή παράδοση και αλλού,  ο χειμώνας είναι ταυτισμένος με  την ακινησία, την οπισθοδρόμηση,  το αδιέξοδο, το θάνατο, τη μαυρίλα, γενικά με κάτι αρνητικό.  Ο χειμώνας έχει λοιπόν όπως πολλές άλλες έννοιες δυο σημασίες. Μια κυριολεκτική και μια μεταφορική. Εδώ μιλάω για τη δεύτερη, τη μεταφορική. Τούτος ο χειμώνας θα είναι ιδιαίτερα βαρύς  κι αυτό δεν έχει να κάνει με τη θερμοκρασία και τις καιρικές συνθήκες όπως ο κυριολεκτικός χειμώνας,  αλλά θάχει να κάνει με το πώς τον νοιώθουμε.  Και το πώς θα τον νοιώθουμε το ξέρουμε ή το ψυχανεμιζόμαστε. Το πρώτο και πιο σημαντικό είναι η αντιστροφή της αισιοδοξίας σε απαισιοδοξία (αυτό ου η ευφημιστική τακτική της προπαγάνδας αποκαλεί ρεαλισμό), της ελπίδας σε (περίπου) απελπισία, της εντύπωσης ότι χαράζει στη διαπίστωση πως σκοτεινιάζει, των χρωμάτων σε μουντό γκρίζο, των φωνών σε σιωπή. Το δεύτερο είναι ότι θα σημάνει παγωνιά, μεταφορική και κυριολεκτική για πολύ πληθυσμό, ιδιαίτερα αν έχει την «ατυχία» να είναι αγρότης και να ζει σε νησί.  Το χτύπημα θα είναι πολλαπλό. Θα έχει πρόσωπο του αυξημένου ΦΠΑ, θα έχει ακόμα το πρόσωπο μεγαλύτερων εισφορών για τους συνταξιούχους.  Περαιτέρω θα έχει τη μορφή της περικοπής του ΕΚΑΣ. Αλλά δεν θα σταματήσει εδώ. Θα πάρει και τη μορφή του πιο ακριβού καύσιμου για όποιον το έφερε η τύχη να είναι αγροτο-παραγωγός.  Χειμώνα θα γνωρίσουν πολλές ακόμα δεκάδες χιλιάδες παιδιά καθώς θα παίρνουν το δρόμο για τις χώρες της Δύσης (πλέον και της Ανατολής, όπως η Τουρκία) γιατί εδώ απλά δεν υπάρχει θέση για να ζήσουν. Και η ανθρωποφαγία θα συνεχιστεί. Αυτός ο χειμώνας θάχει την όψη της μοναξιάς, του εγκλεισμού στο σπίτι όλο και πιο πολύ, της τηλεόρασης, του ίντερνετ, της ματαιότητας.

Ο χειμώνας όμως, εκτός άλλων, έχει ταυτιστεί και με τη σιωπή.  Τούτη η αίσθηση έχει να κάνει τόσο με την κυριολεκτική όσο και με την μεταφορική σημασία της σιωπής. Θα πιάσω και εδώ τη δεύτερη, γιατί αυτή γνωρίζω, γιατί αυτή έχει, νομίζω μεγαλύτερη σημασία για όλους.  Σιωπή σημαίνει να μη μπορείς να μιλήσεις ή να σου απαγορεύουν να το κάνεις. Σιωπή σημαίνει να μην μπορείς να γράψεις ή ακόμα κι αν γράψεις ή γυρίσεις ένα βίντεο ή μια ταινία να μη σου δίνουν βήμα ή ακόμα χειρότερα να σου απαγορεύουν να την κάνεις κτήμα και των άλλων.  Σιωπή σημαίνει να μην μπορείς να τραγουδήσεις, όχι μόνο γιατί δεν έχει φωνή, αλλά ακόμα χειρότερα γιατί στο απαγορεύουν.

Το σπουδαιότερο όμως είναι ότι η μεταφορική σημασία του χειμώνα έχει μεγάλη σχέση με τη μεταφορική σημασία της σιωπής.  Ένας τέτοιος χειμώνας κατ’ ανάγκη προϋποθέτει μια τέτοια σιωπή και κάθε τέτοια σιωπή οδηγεί σε έναν τέτοιο χειμώνα. Γιατί? Επειδή κάθε φυσιολογικός άνθρωπος που έχει το χάρισμα της σκέψης και του λόγου,  που εξ αυτού αντιλαμβάνεται ότι θεμελιωδώς είναι ίσος με οποιοδήποτε άλλον άνθρωπο, και που ζει αυτό το μεταφορικό χειμώνα δεν μπορεί παρά να θέλει να μιλήσει, να ουρλιάξει. Να πει το άδικο που νοιώθει, να ζητήσει και να πετύχει το δίκιο του μόνος ή μαζί με άλλους. Να γιατί όσοι επιβάλλουν ένα μεταφορικό χειμώνα δεν έχουν άλλη επιλογή παρά να επιβάλλουν και μια μεταφορική σιωπή.  Κι έχουν πολλούς τρόπους να το κάνουν.  Είτε καλλιεργώντας την επιθυμία της σιωπής και της βουβαμάρας, με το επιχείρημα του δεν γίνεται αλλιώς, είναι μονόδρομος, είναι ο μόνος δρόμος κ.λπ. Είτε σπρώχνοντας στην άκρη τις ενοχλητικές φωνές. Είτε δυσφημώντας τις ενοχλητικές φωνές μέχρι που να μην ακούγονται και κουρασμένες να σιωπήσουν. Είτε εξαγοράζοντας τις ενοχλητικές φωνές μέχρι να γίνουν φρόνιμες και ρεαλιστικές. Είτε, τέλος, που είναι και το συνηθέστερο, να  κρατάνε τις προνομιακές θέσεις για τις ρεαλιστικές, τις «γνωστικές» φωνές.

Αν αυτό ισχύει, τότε η πρώτη και η πιο βασική προϋπόθεση για όποιον θέλει να βγει από τον χειμώνα της απαισιοδοξίας, της ακινησίας και του  διεξόδου, είναι να αποκτήσει λόγο και φωνή. Να συνεχίσει να μιλάει, να μην υποστείλει τη φωνή του, τις σκέψεις του που λέει φωναχτά και τα τραγούδια του. Να φροντίσει για υλικά μέσα που θα φτάσουν τη φωνή τους και σε άλλους, όσο περισσότερους γίνεται. Να φτιάξει με τη δική του φωνή και τη φωνή των άλλων το καλοκαίρι όπως το φαντάζεται, να μην πάψει να το φαντάζεται, να μη πάψει να το περιγράφει με χρώματα και ήχους.

Γιατί κανένας χειμώνας δεν επιβάλλεται στη ζωή αν πρώτα δεν επιβληθεί στη φωνή.   

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Γέρα” το χειμώνα του 2015

Μεγάλο χρονικό διάστημα μετά τη συγγραφή του κειμένου ανακάλυψα ότι το 2009 είχε δημοσιευτεί ομότιτλο ποίημα του Γιάννη Νικολαϊδη, το οποίο είναι διαθέσιμο και στο διαδίκτυο. Θεώρησα χρέος μου να το αναφέρω. Τα περιεχόμενα όμως δεν έχουν σχέση.