Η Μαρία ζει σ’ ένα μικρό ορεινό χωριό, το Πελόσκο. Στο Πελόσκο ζουν – δεν ζουν 2.500 ψυχές. Οι πιο πολλοί είναι υπερήλικες, συνταξιούχοι που παίρνουν σύνταξη πείνας. Αγρότες οι περισσότεροι στο παρελθόν και κάποιοι απ’ αυτούς έκαναν εργατικές δουλειές. Τα ίδια και οι νεότεροι που πήραν τη θέση τους στη δουλειά.
Η ζωή στο Πελόσκο δεν υπόσχεται περιπέτεια, μυστήριο, ανατροπές, ενδιαφέρον. Γι’ αυτό και οι πιο πολλοί ψάχνουν το ενδιαφέρον σε πράγματα που είναι μάλλον βαρετά, με το να ρίχνουν τη σκιά της υποψίας σε γνώριμους ανθρώπους και καταστάσεις πιο ξεκάθαρες κι από τον καθαρό αέρα. Το Πελόσκο δεν υπόσχεται καλλίτερες προοπτικές ούτε και στη δουλειά, τη σχόλη ή τη χαρά. Τα περισσότερα πράγματα ακολουθούν το ίδιο κύκλο αν και πλέον με διαφορετικά ονόματα, χρώματα ή φορεσιά. Η μόνη διέξοδος είναι η φυγή. Βέβαια υπάρχει πολλών ειδών φυγή. Για τους λίγους «τυχερούς» η φυγή παίρνει τη μορφή των σπουδών στην πρωτεύουσα ή κάποια μεγάλη πόλη. Για κάποιους άλλους, κατά καιρούς πιο πολλούς από τους προηγούμενους, παίρνει τη μορφή της εσωτερικής μετανάστευσης, με άλλα λόγια της δουλειάς στη πρωτεύουσα ή σε άλλη μεγάλη πόλη. Για όσους και όσες δεν τα καταφέρουν η φυγή θα πάρει τη μορφή της ταβέρνας ή του καφενέ για τους άνδρες, με ποτό και ποδόσφαιρο, και του σαλονιού με σαπουνόπερα για τις γυναίκες. Οι μορφές της σαπουνόπερας είναι πολλές. Μελαχρινές κυράδες της χασιέντας ή της πόλης, σπάνιες δυναμικές επιχειρηματικές φιγούρες των γυάλινων πύργων, αλλά κυρίως όμορφες, αφελείς ξανθιές «γατούλες», σύζυγοι ή επίδοξοι σύζυγοι πλούσιων επιχειρηματιών στους γυάλινους πύργους ή στο μεγάλο λιμάνι.
Η Μαρία βλέπει πολύ τηλεόραση, καθώς από τη μια δεν κατάφερε να τα πάει καλά με τις σπουδές, κι από την άλλη οι περιστάσεις δεν το επιτρέπουν ακόμα για δουλειά, ενώ οι πολλές παρέες θα ήταν αφορμή για πικρό κουτσομπολιό. Ωστόσο η Μαρία δεν περίμενε τις σαπουνόπερες για να γνωρίσει την όμορφη και αφελή ξανθιά σύζυγο ή επίδοξη σύζυγο, που στη ηλικία της την ενδιέφερε πιο πολύ. Πριν τις σαπουνόπερες την είχε δει σε αμέτρητες παιδικές διαφημίσεις, ιδιαίτερα κοντά στις γιορτές που τα παιδιά, ελεύθεροι έγκλειστοι, ξοδεύουν πολύ χρόνο σ’ αυτό που οι ειδικοί λένε μέσα μαζικής επικοινωνίας. Σ’ αυτές τις διαφημίσεις η ξανθούλα είχε και όνομα. Η Μαρία τη βάφτισε «Μπάμπι». Η «Μπάμπι» ήταν στη διαφήμιση και στην πραγματικότητα πότε με τα κουζινικά της, πότε με την γκαρνταρόμπα της, πότε με αξεσουάρ του μπάνιου, πότε με γκλίτερ στο πρόσωπο και το κορμί, πότε με το κουστουμαρισμένο μ’ ακριβά ρούχα αγόρι της. Σε κάθε διαφορετική γιορτή η «Μπάμπι» εμφανιζόταν στη διαφήμιση σε διαφορετικό σκηνικό, με διαφορετικά ρούχα, αλλά πάντα με την ίδια μορφή. Με αφύσικα υπερτονισμένα για μικρό κορίτσι τα θηλυκά της χαρακτηριστικά, ξανθιά, ανάλαφρη, αφελής και πάντα επίδοξη για ένα κυρίως πράγμα – να είναι το κορίτσι του όμορφου και πλούσιου από κούνια αγοριού, που θα γινόταν μια μέρα επιχειρηματίας ή κάτι τέτοιο.
Η «Μπάμπι» γινόταν στα μάτια της όμορφης Μαρίας και κάθε κοριτσιού, η μετουσίωση των μεσαιωνικών παραμυθιών που συνήθως παραμύθιαζαν τα νεαρά κορίτσια με ένα κυρίως στόχο, να δεχθούν τη μοίρα τους και να περιμένουν το θαύμα που στην πράξη δεν θα ερχόταν ποτέ. Και μιας και το μοτίβο ήταν γνωστό και πήγαινε από γενιά σε γενιά μέσα από παιδικά βιβλία και παραμύθια, ιστορίες από τον κινηματογράφο και αφηγήσεις απ’ το σχολείο και τον περίγυρο, δεν ήταν δύσκολο να το εντοπίσει η Μαρία στη μορφή της «Μπάμπι» και να το βάλει στα χέρια και τη ζωή της όταν το ζητούσε ή της το έφερναν στις γιορτές.
Η όμορφη Μαρία δεν ήταν ανάμεσα στους «τυχερούς» που έφυγαν για σπουδές ή για δουλειά στην πρωτεύουσα ή την μεγάλη πόλη. Κι όσο δεν είχε τίποτα να περιμένει, κι όσο ήταν παγιδευμένη στον κύκλο της επανάληψης τόσο ξαναγυρνούσε για να βρει ιδέες και νόημα ζωής στη μορφή της «Μπάμπι» που πλέον είχε συνηθίσει τις καταστάσεις της ζωής της, με τα κουζινικά της, την γκαρνταρόμπα της, με τα αξεσουάρ του μπάνιου, με το κουστουμαρισμένο αγόρι της, να τις φτιάχνουν οι επαγγελματίες της σαπουνόπερας. Έτοιμες, φαντασμαγορικές και προπάντων με κοινωνική αναγνώριση και φωτοστέφανο.
Η «Μπάμπι» μπαίνοντας πια στη φάση της ενηλικίωσης γνώρισε τον Μπάμπη που την ερωτεύτηκε παράφορα. Ο Μπάμπης δεν ήταν ούτε και θα γινόταν σαν το πλούσιο αγόρι της «Μπάμπι» και τόξερε, αλλά η Μαρία δεν το έβλεπε έτσι. Καθώς η ζωή μας καθορίζει τη ματιά μας, το έβλεπε σαν να ήταν το αγόρι της «Μπάμπι». Πλούσιος, ισχυρός και όμορφος. Δεν ήθελε πολύ να πιστέψει η Μαρία πως ο Μπάμπης θα μπορούσε να κάνει το όνειρο πραγματικότητα, να την κάνει «Μπάμπι». Η Μαρία προκειμένου να γίνει στ’ αλήθεια σαν την «Μπάμπι» άρχισε να ζητάει απ’ το Μπάμπη σπίτι σαν το σπίτι της «Μπάμπι» για να μείνουν όταν παντρευτούν, ρούχα σαν τα ρούχα της «Μπάμπι» για να αρέσει στον Μπάμπη μα πιο πολύ στον εαυτό της, ταξίδια σαν τα ταξίδια της «Μπάμπι» και γλέντια σαν τα γλέντια της «Μπάμπι» για να ξεπεράσει τα άλλα κορίτσια που ήθελαν ή νόμιζε πως ήθελαν να γίνουν κι αυτά σαν την «Μάμπι». Αλλά και του Μπάμπη του άρεσε πολύ να έχει μια ζωντανή «Μπάμπι» ολοδική του.
Όμως ο Μπάμπης, για πολλούς λόγους, δεν ήταν ακριβώς σαν το αγόρι της «Μπάμπι». Η Μαρία, όσο λάτρευε τη ζωή της «Μπάμπι» που της πρόσφερε ο Μπάμπης τόσο τον περιφρονούσε επειδή της πρόσφερε αυτή τη ζωή με κόπο και όχι αβίαστα όπως το αγόρι της «Μπάμπι». Κι ο Μπάμπης, λίγο επειδή κατάλαβε πως δεν κάνει έτσι μια πραγματική «Μπάμπι», λίγο με την υποστήριξη της ταβέρνας και του καφενέ, ένοιωσε για τη Μαρία ότι εκείνη για τον ίδιο.
Δεν ξέρω αν η Μαρία κι ο Μπάμπης το κατάλαβαν ποτέ ή αν θα το καταλάβουν κάποια μέρα ότι προσπαθώντας να γίνουν ήρωες του κόσμου της «Μπάμπι» «σκότωσαν» τον εαυτό τους.
Δημοσιεύτηκε στο τεύχος Οκτωβρίου – Δεκεμβρίου 2017 της εφημεριδασ “Γέρα”