ΜΑΞΙΜΟΙ ΚΑΙ ΚΟΜΟΔΟΙ

Ο «Μονομάχος» (Gladiator), είναι μια αμερικανική ταινία του 2000 που έγινε δημοφιλής για διαφορετικούς λόγους σε κάθε κατηγορία  κοινού. Για όσους δεν την έχουν δει ή δεν θυμούνται, η ιστορία της ταινίας  είναι η εξής. Ο Μάξιμος Δέκιμος Μερίδιος, ένας  ισπανικής καταγωγής εξαιρετικά ικανός και πιστός στρατηγός του Αυτοκράτορα Μάρκου Αυρήλιου που διακρίθηκε για τη γενναιότητα και τη στρατηγική του ικανότητα, προοριζόταν από τον αυτοκράτορα να γίνει ο διάδοχός του χάρη σ’ αυτά τα προσόντα.  Ο Μάρκος Αυρήλιος αντιλαμβανόταν ότι αν έπαιρνε τη θέση του ο ανίκανος και διαταραγμένος γιός του  Κόμοδος, όπως ήταν καθιερωμένο εκείνες τις εποχές, η αυτοκρατορία θα διέτρεχε κίνδυνο. Εδώ πρέπει να παρατηρήσουμε πως αυτή η ιδέα της ταινίας είναι πολύ μοντέρνα και βρίσκεται  σε αντίθεση με την κληρονομική και νεποτική λογική των δοτών θέσεων που ίσχυε στις παραδοσιακές κοινωνίες, αλλά και σε κάποιες σύγχρονες, όπως η ελληνική, στις οποίες η κληρονομική διαδοχή των επαγγελματικών θέσεων διατρέχει μεγάλο φάσμα της κοινωνίας.  

Ο Κόμοδος όμως καταλαβαίνοντας πως μπορεί να χάσει τη διαδοχή δολοφονεί τον πατέρα του Μάρκο Αυρήλιο, επιχειρεί να δολοφονήσει τον Μάξιμο, δολοφονεί άγρια την οικογένεια του Μάξιμου και διαλύει την περιουσία του. Ο ίδιος ο Μάξιμος βρίσκεται στα χέρια δουλεμπόρου που τον πουλάει για μονομάχο και έτσι δεν αργεί να βρεθεί στην αρένα. Ο μεγάλος στρατηγός δεν επικαλείται το παρελθόν και τη θέση του, άλλωστε αν το κάνει κανείς δεν θα τον πιστέψει, κι αν τον πιστέψει θα διατρέξει κίνδυνο. Ζει ως απλός δούλος που αναγκάστηκε να γίνει μονομάχος, υπομένει αγόγγυστα τη μοίρα του και προσπαθεί να επιβιώσει μέσα από τις νίκες του στην αρένα. Στις μονομαχίες θα δείξει το ταλέντο και την γενναιότητα του. Γίνεται διάσημος ξανά, αυτή τη φορά όχι ως στρατηγός αλλά ως μονομάχος. Ως μονομάχος θα φτάσει στη Ρώμη, όπου και θα αποκτήσει φήμη για την αγωνιστικότητα και τις νίκες του.  Πέρα όμως από τις συνήθεις μονομαχίες που θα έχει, θα ανατρέψει τα σχέδια του Κόμοδου για την έκβαση μιας ειδικής μονομαχίας που έχει παραγγείλει προκειμένου να εορταστεί η επέτειος της νίκης των Ρωμαίων επί των Καρχηδονίων. Ο Μάξιμος οργανώνει μέσα στην αρένα τους άλλους μονομάχους, που όλοι μαζί υποδύονται τους Καρχηδόνιους, και νικούν τους ρωμαίους στρατιώτες του Κόμοδου που παίρνουν μέρος στο θέαμα. Πηγαίνει αντίθετα προς τη λογική της ιστορίας και την επιθυμία του Κόμοδου,  στερώντας του τη χαρά της νίκης και σώζοντας ταυτόχρονα τη ζωή του και τη ζωή των συντρόφων του μονομάχων.  Στο τέλος ο  Μάξιμος θα μονομαχήσει και με τον ίδιο τον Κόμοδο, ο οποίος έχει πρώτα φροντίσει να τον τραυματίσει άνανδρα ώστε να είναι εύκολος αντίπαλος. Παρά ταύτα ο Μάξιμος θα νικήσει και θα σκοτώσει τον παρανοϊκό και αιμομίκτη Κόμοδο, και στη συνέχεια θα ξεψυχήσει. 

Η ταινία μπορεί να διαβαστεί  με πολλούς τρόπους. Ωστόσο αν και χολιγουντιανή περιέχει ένα σημαντικό ηθικό αξίωμα, παρ’ ότι στην καθημερινότητα σπάνια και ελάχιστοι το τηρούν, ιδιαίτερα όσοι κατέχουν θέσεις εξουσίας.  Σύμφωνα με αυτό το αξίωμα όποια και αν είναι τα μεγαλεία και τα προνόμιά της θέσης που κατέχεις δεν θα πρέπει να διστάσεις στιγμή να τα παρατήσεις όλα και να ξανακατέβεις στην αρένα, να ξαναρχίσεις από το μηδέν, να πολεμήσεις χωρίς αστέρια και παράσημα, προκείμενου να υπερασπίσεις τις αρχές σου και όλα εκείνα που σε έκαναν ξακουστό και σεβαστό. Κι αν άξιζες τα παράσημα όχι μόνο νικήσεις, αλλά θα τα λάβεις πάλι με το παραπάνω. Όχι μόνο για σένα αλλά και για τις αρχές που υπηρετείς.   

Τούτο το δίδαγμα, τηρουμένων των αναλογιών, ισχύει για όλους μας μα πιο πολύ για τους ηγέτες, ανάλογα με το χώρο εκείνο στον οποίο είναι κάποιος ηγέτης – μια επιχείρηση, ένα πολιτικό οργανισμό, ένα στρατό, μια οργάνωση της κοινωνίας πολιτών κ.ά.  Περισσότερο όμως ισχύει για τους εκείνους τους ηγέτες  που κρατούν στα χέρια τους τις τύχες των λαών τους.  Όταν ένας άξιος και ικανός ηγέτης, ένας ηγέτης που ενσαρκώνει τις ελπίδες και τις προσδοκίες ενός λαού, ένας ηγέτης που μπορεί να “σπρώξει” τη χώρα του να βγει από τις σκοτεινές στοές της ιστορίας, βρεθεί απέναντι σε συνωμότες και εκβιαστές, απέναντι σε Κόμοδους, δεν έχει άλλη επιλογή παρά  να αφήσει πίσω του όλα τα μεγαλεία και όλα τα προνόμια, να ξεχάσει ακόμα το ένδοξο όνομά του αν χρειαστεί και να κατέβει ξανά στην αρένα. Να ξεκινήσει  από την αρχή, με μόνα όπλα τις αρχές του, τις αξίες του, το μυαλό και τη μαχητικότητά του. Και βήμα βήμα, έχοντας την αγάπη και τη στήριξη των συντρόφων του,  να φτάσει τον Κόμοδο και  να τον εξοντώσει. Αν δεν το κάνει αυτό οι επιλογές του δεν είναι πολλές. Ή θα πρέπει ο ένδοξος στρατηγός να γίνει πιόνι στα χέρια του (κάθε) Κόμοδου ή ακόμα χειρότερα θα πρέπει να τον σκοτώσει και να πάρει τη θέση του,  να γίνει ο ίδιος Κόμοδος, ψεύτικος αλλά και ακόμα πιο σκληρός ώστε να γίνει πιστευτός στο νέο ρόλο του. 

Ο πραγματικός Κόμοδος θα περάσει στην ιστορία σαν μια παρανοϊκή και ζηλόφθονων μετριότητα που εκδικήθηκε τον  ταλαντούχο και γενναίο οραματιστή ακόμα και σε βάρος της πατρίδας του. Όμως αυτός, ο πραγματικός Κόμοδος έχει κάποιες δικαιολογίες. Πριν απ’ όλα έχει ως δικαιολογία την πνευματική του ανεπάρκεια. Κι επίσης την ηθική του κενότητα, την φυσική του δειλία, τη ροπή προς τις ύπουλες ενέργειες που χαρακτηρίζει τους αδύναμους χαρακτήρες. Έχει ακόμα ως δικαιολογία  την έλλειψη εμπιστοσύνης στον εαυτό του, κάτι που το παρατηρούμε ανάμεσα  σε εκείνους που η θέση τους είναι δοτή και επισφαλής.  Και τέλος μα όχι τελευταία τον ελλειμματικό του χαρακτήρα ως άνδρα. 

Όμως ο Κόμοδος – αντίγραφο, αυτός που υποκρίνεται τον πραγματικό Κόμοδο ενώ έχει υπάρξει Μάξιμος,  αυτός που δεν γεννήθηκε τέτοιος, που δεν είναι δοτός, δεν έχει καμιά δικαιολογία, κανένα ελαφρυντικό ώστε  να περιοριστεί η τιμωρία του μόνο στη λήθη ή στη μνησίκακη αναφορά του ονόματός του.  Ο ψεύτικος Κόμοδος είναι προορισμένος αντιγράψει τον πραγματικό, αλλά όντας ανίκανος να υποκριθεί τον ανίκανο, τον πραγματικό Κόμοδο,  μπορεί να προκαλέσει πολλά δεινά και ίσως στο τέλος  να “πληρώσει τα σπασμένα” τόσο τα δικά του όσο  και του πραγματικού Κόμοδου. Ο ψεύτικος (και ικανός) Κόμοδος  είναι προορισμένος  να πληρώσει  όχι μόνο τις δικές του αμαρτίες αλλά και τις αμαρτίες κάθε αληθινού Κόμοδου του παρελθόντος ή του παρόντος.  Αυτό είναι αναπόφευκτο. Διαφορά θα υπάρξει, μόνο στον τρόπο με τον οποίο θα τιμωρηθεί. Αν οι θεατές στις κερκίδες του Κολοσσαίου έχουν «άρτον»,  η τιμωρία του ψευτοΚόμοδου θα μοιάζει πιο πολύ με φάρσα. Αν πάλι δεν έχουν τότε θα μοιάζει με τραγωδία.

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Γέρα” Αρ. Φύλλου Οκτώβριος -Δεκέμβριος 2015