ΖΩΗ ΣΕ ΔΟΣΕΙΣ

Η λέξη δόση ως κοινωνική αναφορά και όχι σαν λέξη από κάποιο λεξικό έχει κι αυτή τη δική της παράλληλη κοινωνική ιστορία όπως τόσες άλλες, που μαρτυρά τα  βιώματα της ελληνικής κοινωνίας ή έστω μεγάλου μέρους της. Ποιός, άνω των 55, δεν θυμάται τους «δοσάδες», που άνθισαν τη δεκαετία του ’60 αλλά ακόμα περισσότερο του ’70, τότε που δειλά δειλά άρχισαν οι Έλληνες να βγαίνουν από τη μεταπολεμική φτώχια και να αγγίζουν δειλά ή και πιο θαρετά το καταναλωτικό όνειρο που πρόβαλε από τα μέσα επικοινωνίας εκείνης της εποχής, δηλαδή το ραδιόφωνο και τις εφημερίδες, κι αργότερα από την τηλεόραση.

Ποιος λοιπόν από τους νέους εκείνης της εποχής δεν θυμάται κάποιους μεροκαματιάρηδες, καμιά φορά ανάμεσά τους και σαλτιμπάγκους, που γύρναγαν με τα πόδια, με τρίκυκλο, με οτιδήποτε τέλος πάντων, για πουλήσουν εμπορεύματα με μηνιαίες ή και με βδομαδιάτικες δόσεις (καθώς τα μεροκάματα, με τα οποία αμείβοντα οι περισσότεροι, πληρώνονταν κάθε βδομάδα), που τα είχαν ανάγκη τα νοικοκυριά μα πιο πολύ οι νοικοκυρές. Πράγματα για την κουζίνα και το νοικοκυριό, για το συζυγικό ή παιδικό δωμάτιο (αν υπήρχε), για τα ίδια παιδιά κοκ. Πράγματα που μπορεί να ήταν χρήσιμα μα η δύναμή τους ήταν πιο πολύ ο συμβολισμός που έκρυβαν η υπόσχεση μια άλλη ζωή, καλλίτερη, πιο άνετη, πιο κοντά στις ελίτ και «ειθώτα» που είχαν επιβάλει οι ισχυροί , πιο πέρα από το χωματένιο δρόμο έξω από την αυλόπορτα. Πράγματα στολισμένα με χίλιες ωραίες λέξεις απ’ τους πραματευτάδες τους αλλά κι από τα όνειρα των αγοραστών τους.

Στην πραγματικότητα με τις δόσεις οι άνθρωποι πλήρωναν τα εμπορεύματα «διπλά και τρίδιπλα», όπως άλλωστε επιδιώκει κατά βάση η λογική των «δόσεων», κάτι που τότε πολλοί αγνοούσαν, κι ίσως ακόμα μερικοί αγνοούν. Η μορφή των «δοσάδων» πέρασε και στο «σινεμά». Όμως εξευγενίστηκε ή αντιθέτως δαιμονοποιήθηκε στις ελληνικές ταινίες της εποχής, που κατά εκατοντάδες χιλιάδες ανά βδομάδα παρακολουθούσαν οι Έλληνες, τις καλές, του κινηματογράφου, μέρες. Οι δοσάδες του κινηματογράφου φόρεσαν κοστούμι και γραβάτα, καλούς, εμπορικούς, μάγκικους, και γενικά κάθε λογής επιτηδευμένους  τρόπους και περίτεχνο «μιλητό». Έγιναν ανθρώπινοι χαρακτήρες με συμβολισμό μεγαλύτερο κι από την πραμάτεια που εμπορεύονταν οι πραγματικοί δοσάδες ή και τα κινηματογραφικά τους αντίγραφα.

Κάποια χρόνια πιο μετά, τις χρονιές της «μέθης», κατά τη δεκαετία του ’80, η λέξη «δόση» άλλαξε ή μάλλον απέκτησε κι άλλη κοινωνική αναφορά. Δόση ήταν η ποσότητα ναρκωτικού, της «παραμύθας» όπως την λένε πολλοί ναρκομανείς, που αρκούσε για μια χρήση και συνήθως την το βαποράκι, με τις πλάτες ή τις ευλογίες κάποιων.  Αυτή η σημαίνουσα κοινωνική αναφορά της λέξης «δόση» κράτησες και τις επόμενες δεκαετίες. Όταν όμως ξέσπασε η κρίση, στην αρχή της τρέχουσας δεκαετίας, η λέξη απέκτησε ακόμα μια, διαδοχική σημασία. Παρέπεμπε σε ένα μέρος από το σύνολο των δανείων που έδινε η τρόϊκα προκειμένου να μην πτωχεύσει η ελληνική οικονομία, επηρεαστούν λιγότερο και άλλες ευρωπαϊκές οικονομίες, και τελικά πληγούν βαριά οι ευρωπαϊκές τράπεζες, πρωτίστως όμως οι γερμανικές. Η λέξη δόση παρέπεμπε σε μια άλλη, καλλίτερη ζωή, ή μάλλον, στην αποκατάσταση αυτής που χάθηκε. Η λέξη δόση σήμαινε πάλι «παραμύθα» αλλά μια οικονομική και συλλογική κι όχι μια ναρκωτική κι ατομική «παραμύθα».

Παρά τις διαφορετικές αφορμές, περιστάσεις, αλλά και λόγους χρήσης της λέξης «δόση», δηλαδή για αγορά καταναλωτικών αγαθών ή για «ανακούφιση» και «ταξίδι» σε ψεύτικους «παραδείσους» ή για οικονομική σωτηρία της χώρας, η λέξη έχει μια κοινή σημασία αλλά και κοινές λειτουργίες, ή μάλλον μια κύρια λειτουργία που είναι κοινή και στις τρεις περιπτώσεις. Η σημασία της είναι να δημιουργεί την ψευδαίσθηση μιας καλλίτερης, πιο εύκολης ζωής, χωρίς πόνο,  πάντα με την εξωτερική ή «εξωτερική» βοήθεια και με τη θετική αναγνώριση  του περιβάλλοντος. Πότε της γειτονιάς και των δοσάδων, πότε των ομοιοπαθών και των βαπορακίων, πότε των ομολόγων δηλαδή των δανειστών, αυτών που δίνουν τις δόσεις. 

Ωστόσο η λέξη «δόση» έχει και μια θεμελιώδη, κοινή λειτουργία και στις τρεις βασικές κοινωνικές αναφορές που σημειώθηκαν. Αυτό που παίρνει κάποιος ή είναι η δόση από τη μια πλευρά αποτελεί το «άγγιγμα» της «ονειρεμένης» ζωής, την είσοδο στον προθάλαμό της. Την ίδια όμως στιγμή η δόση ακυρώνει, με διαφορετικό σε κάθε περίπτωση τρόπο τη βύθιση στην ονειρεμένη ζωή.  Γιατί είναι η δόση μόνο ένα μέρος της, ποτέ ολόκληρη. Το πραγματικό άγγιγμά της αναβάλλεται για την επόμενη φορά, και πάλι την επόμενη φορά κοκ. Κι όταν κάποια στιγμή έρθει το τέλος, αν έρθει, γιατί τη δόση του ενός συνήθως την ακολουθεί η δόση άλλου, κι έτσι κάποιος μπορεί να βρεθεί να κυνηγά δόσεις μια ζωή, μέχρι τη τελευταία μέρα του. Αν το καλοσκεφτούμε η δόση κι ότι την κάνει δυνατή, γεννάει τη λογική να κυνηγάς τη ζωή με δόσεις ή ίσως ακριβέστερα, το να κυνηγάς τη ζωή με δόσεις γεννάει την ίδια τη δόση, την κάθε συγκεκριμένη δόση. Η δόση είναι το παράδειγμα της λογικής να ζεις με δόσεις. Το ίδιο ισχύει παντού. Στο εμπόριο, στην πολιτική, στην οικονομία, στη θρησκεία, στη διασκέδαση. Η δόση είναι η άρνηση μιας ζωής που την ελέγχεις ο ίδιος, μιας ζωής με αυτονομία και ικανοποίηση, μιας ζωής που σου ανήκει.

Κι έτσι το μόνο που μένει από τη δόση είναι το κυνήγι (αυτής της καλλίτερης ζωής) που όμως ποτέ δεν θα την φτάσει εκείνος που την κυνηγά με δόσεις. Το μόνο που μένει κυνηγώντας τις δόσεις, η αναβολή της πραγματικής ικανοποίησης των αναγκών και του εαυτού επ ‘άπειρον. Κυνηγώντας τις δόσεις, αυτή η «καλλίτερη» ζωή φεύγει μακρύτερα, αλλά η πραγματική ζωή που ξοδεύεις γίνεται πραγματική  ζωή ενός άλλου. Στην πραγματικότητα, όσο κάποιος κυνηγάει τις δόσεις αυτό που κάνει είναι κάνει πλουσιότερο εκείνον που του δίνει τις δόσεις ή του δίνει με δόσεις. Μεγαλέμποροι, τράπεζες, έμποροι ναρκωτικών κοκ. Εκείνοι είναι που ίσως μπορούν να γευτεί μια καλλίτερη ζωή, σε κάθε περίπτωση μια ζωή χωρίς αναβολές και ίσως χωρίς αναστολές.  Στην πραγματικότητα δεν κυνηγάει ο αγοραστής τη δόση, αλλά ο δοσάς κυνηγάει τον αγοραστή, δηλαδή αυτός για τον οποίο δουλεύει ο δοσάς. Η τέχνη όλη είναι να το κάνεις να φαίνεται αντίστροφα

Η τέχνη όλη λοιπόν είναι να το αντιστρέψεις …η τέχνη όλη είναι να το αντιστρέψεις

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Γέρα” Απριλίου – Ιουνίου 2018