Στις 23 Μαρτίου 2021 συπληρώνεται ένας χρόνος από την επιβολή του περιορισμού των μετακινήσεων ή ακριβέστερα του εγκλεισμού (lock down), ως μέτρου για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Ήταν μια επιλογή που έκαναν και άλλες χώρες, αλλά όχι όλες. Σε κάποιες, όπως στη Σουηδία υπήρξαν ελάχιστες απαγορεύσεις. Σ’ αυτές, οι κυβερνήσεις και οι αρμόδιες υγειονομικές αρχές βασίστηκαν περισσότερο: α) στην τήρηση των μέτρων προστασίας από τον πληθυσμό, β) στο γεγονός ότι μεγάλο μέρος του πληθυσμού ζει μοναχικά, κι αυτό περιορίζει τη μετάδοση, και γ) στο καλό σύστημα υγείας της χώρας.
Στην Ελλάδα, όπως και αλλού υιοθετήσαμε το κινεζικό μοντέλο που μας πρότεινε ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, αλλά μόνο σε ότι αφορά τον εγκλεισμό στο σπίτι, όχι και στην καλή υγειονομική περίθαλψη που χρησιμοποίησε η Κίνα. Σε γενικές γραμμές, τα μοντέλα επιτυχημένης διαχείρισης μπορεί να διαφέρουν, αλλά όλα συγκλίνουν στην αξιοποίηση ενός καλού συστήματος υγείας με πληρότητα γιατρών και νοσηλευτών, νοσοκομείων και κλινών, φαρμάκων και τεστ – πράγμα που δεν συνέβη στην Ελλάδα. Το αποτέλεσμα ήταν ο εγκλεισμός να γίνει το κύριο αν όχι το μοναδικό μέσο αντιμετώπισης της πανδημίας. Γι’ αυτό και από τους προηγούμενους δώδεκα μήνες περάσαμε «φυλακισμένοι» κατ’ οίκον περίπου τους οκτώ. Σε κάποιες μάλιστα περιοχές, λόγω των τοπικών lockdown ήταν και περισσότερο.
Αυτό έφερε δραματικές αλλαγές στη ζωή μας, πολλές από τις οποίες θα παραμείνουν γιατί η πανδημία επιτάχυνε την τέλεσή τους όχι όμως και την πρόκλησή τους. Ανάμεσα σ’ αυτές τις αλλαγές που επέφερε ο εγκλεισμός ήταν η τηλεργασία, δηλαδή η δουλειά από το σπίτι – για όσους φυσικά ήταν δυνατό κάτι τέτοιο. Έτσι δημιουργήθηκε ή μάλλον έγινε εμφανής ένας κοινωνικός διαχωρισμός που συνεπάγεται ανισότητα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Αυτοί που μπορούν να δουλεύουν από το σπίτι πρώτον έχουν δουλειά και δεύτερον εκτίθενται λιγότερο στον κορονοϊό. Όσοι δεν μπορούν, βιώνουν την εργασιακή έρημο και τον οικονομικό όλεθρο, που θα φανεί μετά το τέλος της καραντίνας. Μεγάλο μέρος αυτών είναι όσοι έχουν μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, κυρίως στον τομέα του εμπορίου, και που στις τουριστικές περιοχές συνδέεται εξυπηρετεί τον τουρισμό και ζει από αυτόν. Όσοι πάλι εργάζονται εκτός οικίας εκτίθενται σε μεγαλύτερο κίνδυνο (συνωστισμός στα μέσα μεταφορά και στον τόπο της εργασίας), που εκτός από την υγεία τους πλήττει και τα οικονομικά τους αφού πληρώνουν οι ίδιοι τα τεστ.
Εκτός από τις αλλαγές στην εργασία, μεγάλες αλλαγές έγιναν στις αγορές και το εμπόριο, αλλά αυτή τη φορά από την πλευρά του καταναλωτή. Εκτινάχθηκαν οι τηλεαγορές. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να αυξηθούν οι αγορές από εταιρείες του εξωτερικού αλλά και από μεγάλες εταιρείες του εσωτερικού. Η καταστροφή των μικρών εμπόρων και η συνέχιση της συνήθειας των τηλεαγορών (που θα εξακολουθήσει σε μεγάλο βαθμό και μετά την πανδημία όπως δείχνουν ήδη κάποια στοιχεία), αναμένεται να κάνουν μεγαλύτερο και πιο ισχυρό το κτύπημα στον τομέα του εμπορίου. Αν μάλιστα συνυπολογιστεί ότι ο τουρισμός δεν φαίνεται να επανακάμπτει πριν το 2024, και φυσικά σε χαμηλότερα επίπεδα, τότε το κτύπημα αυτό δείχνει να είναι οριστικό.
Πέρα από την εργασία και τις αγορές, η μαζική έως καθολική εισαγωγή της τηλεκπαίδευσης ήταν μια ακόμα αλλαγή που σημειώθηκε στον ένα χρόνο πανδημίας. Το πέρασμα στην τηλεκπαίδευση ήταν βίαιο. Λίγοι ήταν προετοιμασμένοι γι’ αυτό, απλά διότι δεν είχαν λόγο να είναι προετοιμασμένοι. Πολλοί εκπαιδευτικοί, αλλά κυρίως πολλοί μαθητές, δεν είχαν υπολογιστές ή επαρκή πρόσβαση στο διαδίκτυο διότι κάτι τέτοιο δεν ήταν απαραίτητο. Μάλιστα σε συνθήκες lock down, με τα καταστήματα κλειστά, κατέστη δύσκολη η προμήθεια του εξοπλισμού όταν χρειάστηκε. Πολλοί επίσης δεν είχαν καθόλου ή επαρκή σύνδεση στο διαδίκτυο, απλά διότι δεν ήταν υποχρεωμένοι.
Επιπλέον, στην Ελλάδα έχουμε ένα από τα πιο ακριβά διαδίκτυα στο δυτικό κόσμο. Στα σπίτια που ζουν πολλοί καθηγητές, αλλά κυρίως μαθητές, δεν υπήρχαν και δεν υπάρχουν οι συνθήκες για τηλεκπαίδευση. Ακόμα κι αν τα σπίτια δεν είναι μικρά, είναι χώροι στους οποίους συχνά πρέπει να τηλεργαστούν 3-4 άτομα – αφήνω στην άκρη το ερώτημα με ποιον εξοπλισμό. Και το σημαντικότερο, όλες αυτές οι πλατφόρμες που χρησιμοποιούν ένα χρόνο τώρα καθηγητές και μαθητές δεν είναι πλατφόρμες τηλεκπαίδευσης, αλλά τηλεδιάσκεψης. Την χρησιμοποιούν δηλαδή εταιρείες και υπηρεσίες για να πραγματοποιούν συσκέψεις μελών τους που ζουν απομακρυσμένα μεταξύ τους σε σταθερή βάση, όχι επειδή το επέβαλε η καραντίνα.
Στα προβλήματα αυτά πρέπειν να προσθέσουμε ακόμα ότι αυτοί που εργάζονται (ή εκπαιδεύονται) από το σπίτι επωμίζονται σημαντικό μέρος των παραγωγικών επενδύσεων, που υπό φυσιολογικές συνθήκες το επωμίζεται ο εργοδότης (ή το κράτος για μαθητές/φοιτητές). Εδώ περιλαμβάνονται το κόστος του ηλεκτρικού ρεύματος, του νερού, το κόστος θέρμανσης ή ψύξης, και φυσικά το κόστος εκείνου του μέρους του σπιτιού που γίνεται προέκταση της επιχείρησης. Αφήνω στην άκρη τον πολλαπλασιασμό του χρόνου εργασίας και τα προβλήματα φυσικής και σωματικής υγείας που προκαλεί η πολύωρη εργασία σ’ αυτές τις συνθήκες. Κι όλα αυτά υπό καθεστώς μείωσης των αμοιβών. Δεν θέλει πολύ να φανταστεί κάποιος ότι έτσι ετοιμάζεται σιγά σιγά μια απίστευτα εκρηκτική ύλη.
Ο εγκλεισμός είχε ως αποτέλεσμα επίσης να βλέπουμε πάλι πολύ ή έστω περισσότερη τηλεόραση και να χρησιμοποιούμε πολύ περισσότερο το διαδίκτυο όχι μόνο για εργασία αλλά και για ενημέρωση – ψυχαγωγία. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, αποκλεισμένοι από άλλες πηγές ενημέρωσης γίναμε πιο ευάλωτοι στη χειραγώγηση όσων κατέχουν τα μέσα ενημέρωσης. Κι ας σκεφτούμε και κάτι ακόμα. Η καραντίνα ή εγκλεισμός ή περιορισμός τη κυκλοφορίας ή lockdown είχε ως αποτέλεσμα τον περιορισμό των ταξιδιών εντός και εκτός χώρας. Η ζωή έγινε ξανά τοπική, οι συγκοινωνίες, ιδιαίτερα οι αεροπορικές και ακτοπλοϊκές άρχισαν να ατροφούν. Οι άνθρωποι, εκτός από το σπίτι τους κλείστηκαν στον τόπο κατοικίας και στη χώρα τους. Ο εγκλεισμός στο σπίτι, στον τόπο κατοικίας και στη χώρα σφράγισε μεταξύ άλλων τη ζωή μας. Σε μια εποχή παγκόσμιας σύγκλισης και ροών προς και από τη χώρα αυτό περιορίζει τις δυνατότητές μας να ανοιχτούμε στον κόσμο, να πάρουμε και να δώσουμε στον κόσμο. Τα προϊόντα της δουλειάς, τον πολιτισμό, τη νοοτροπία, τα φαγητά, τη μουσική κοκ. Σε σχέση με το πολύ πρόσφατο παρελθόν αυτό σημαίνει οπισθοδρόμηση. Ίσως το μόνο καλό που προέκυψε από αυτήν την κατάσταση είναι ότι περιορίστηκαν οι πόλεμοι.
Σε κάθε περίπτωση, αυτές οι συνθήκες αποτελούν γόνιμο έδαφος για την ανάπτυξη ξεχασμένων ή τη διόγκωση ενεργών ακόμα νοοτροπιών και συμπεριφορών. Γενικευμένος φόβος για τον καθένα και του καθένα απέναντί μας, ακόμα και συγγενών. Φόβος ειδικά για όσους είναι ξένοι, φόβος και για εμάς όταν μας βλέπουν οι άλλοι. Είτε έρχονται από την Δύση ως τουρίστες είτε από την Ανατολή ως πρόσφυγες. Φόβος και επιθετικότητα απέναντι σε όσους θέλουν να ασκήσουν θεμελιώδη δημοκρατικά δικαιώματα. Γενικευμένη υποβάθμιση των ατομικών και πολιτικών ελευθεριών.
Απ’ αυτά όμως δεν έχει να κερδίσει η μάχη μας κατά του κορονοϊού. Απ’ αυτά έχουν να κερδίσουν όσοι βλέπουν τους λαούς ως εχθρό και τη Δημοκρατία ως εμπόδιο. Γι’ αυτό κι έχουν κάθε λόγο να τραβήξουν στα άκρα τη ζωή μας κλεισμένη στο σπίτι, τόσο χρονικά όσο και από την άποψη μέτρων, αντί να κάνουν αυτά που ενδείκνυνται: πρόσληψη ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού, δημιουργία κλινών και υγειονομικών μονάδων, προμήθεια μέσων μαζικής μεταφοράς και πύκνωση των δρομολογίων, περισσότερα και δωρεάν τεστ, και φυσικά ταχύτερο εμβολιασμό όλων. Δεν είναι η διοικητική ανεπάρκεια ή οικονομική στενότητα ο λόγος που δεν γίνονται. Είναι πολιτική επιλογή.