Η κοινωνική ανισότητα, ανεξάρτητα από τη μορφή που παίρνει κάθε φορά, ανεξάρτητα από τις κοινωνικές τάξεις και ομάδες που βρίσκονται στον πυρήνα του προβλήματος σε κάθε περίοδο, αποτέλεσε και αποτελεί το υπ’ αριθμόν ένα κοινωνικό πρόβλημα των νεωτερικών κοινωνιών.
Η κοινωνική ανισότητα δεν εμφανίζεται πάντα ως ανισοκατανομή του πλούτου. Κατ’ αρχήν το πρώτο πρόβλημα που εμφανίζεται εδώ είναι αν αυτή η κατανομή είναι δίκαιη ή άδικη. Για παράδειγμα, θεωρητικά υπάρχουν κάποιοι που εργάζονται και κάποιοι άλλοι που δεν εργάζονται. Είναι άδικο να λαμβάνουν τα ίδια, αυτό το παραδέχονται σχεδόν όλοι. Είναι ακόμα περισσότερο άδικο να τα λαμβάνουν εκείνοι που δεν εργάζονται από εκείνους που εργάζονται, δηλαδή είναι ακόμα πιο άδικο όταν η ανισοκατανομή είναι προϊόν εκμετάλλευσης. Και είναι σκληρά άδικο όταν η εκμετάλλευση δεν είναι προϊόν εξαπάτησης, αλλά αποτέλεσμα κοινωνικής ρύθμισης. Όταν είναι κανόνας που προκύπτει από τις σχέσεις ιδιοκτησίας ή από την άνιση μεταχείριση των ανθρώπων ανάλογα με το φύλο τους, την ηλικία τους (όπως παλιότερα όταν δια νόμου άνδρες και γυναίκες, ενήλικες και παιδιά λάμβαναν διαφορετικό μισθό για την ίδια εργασία), την καταγωγή τους ή το χρώμα του δέρματος (όπως σε χώρες με φυλετικό διαχωρισμό), την εθνική τους καταγωγή (η οποία οδηγεί σε χαμηλότερες αμοιβές, όπως συμβαίνει στις μέρες μας, συχνά με την ανοχή κρατικών οργάνων).
Όταν αυτή η αδικία δεν είναι συγκυριακή, όταν αποτελεί τον πυρήνα ενός κοινωνικού συστήματος, όταν θεμελιώνεται στον νόμο, τότε όσοι ευνοούνται από την κοινωνική αδικία, νόμιμα βεβαίως, για να ευνοηθούν θα πρέπει να ψάξουν για επιχειρήματα προκειμένου να την δικαιολογήσουν. Ο νόμος τους προστατεύει από την απώλεια της κοινωνικής τους θέσης όχι όμως και από την αμφισβήτησή της στην καθημερινή ζωή. Η οικονομική τους υπεροχή δεν μεταφράζεται αυτόματα σε κοινωνική υπεροχή σε κάθε τομέα.
Οι δικαιολογίες για τη νόμιμη θέσμιση μιας τέτοιας ανισότητας ιστορικά ήταν πολλές και διαφορετικές. Για παράδειγμα η άνιση αμοιβή ανδρών και γυναικών ή παιδιών και ενηλίκων εξηγούταν με τις διαφορές στη σωματική διάπλαση. Επειδή οι γυναίκες και τα παιδιά έχουν ασθενέστερη σωματική διάπλαση δεν είναι το ίδιο παραγωγικοί με τους άνδρες, επομένως θα πρέπει να αμείβονται λιγότερο. Με άλλα λόγια η ανισότητα στηριζόταν σε αυθαίρετο (γι’ αυτό και σκόπιμο) υπολογισμό της παραγωγικότητάς τους άρα και της άνισης αμοιβή τους. Η θέση του δούλου που όριζε η αμερικανική δημοκρατία για τους μαύρους που τους έφερναν σιδηροδέσμιους τα μεταγωγικά, θεμελιωνόταν στην αντίληψη ότι εκείνος που έχει τις προϋποθέσεις να θεωρείται άνθρωπος (νόηση, γνώση, ικανότητα επικοινωνίας, ηθική αρετή κ.λπ.) άρα και να χαίρει όλων των δικαιωμάτων είναι ο λευκός με καταγωγή από την Ευρώπη, ιδιαίτερα όταν είναι αγγλοσαξονικής καταγωγής και προτεστάντης. Με άλλα λόγια η ανισότητα στηριζόταν σε μια αυθαίρετη (γι’ αυτό και σκόπιμη), ιστορικά περιορισμένη αντίληψη περί Ανθρώπου. Κυρίως όμως να κρατήσουμε ότι άνθρωπος θεωρείτο όποιος ήταν ίδιος με τους λευκούς αποίκους.
Η σύγχρονη ανισότητα δεν θεμελιώνεται πλέον τόσο στις σωματικές διαφορές, δηλαδή φύλο, ηλικία, φυλετική προέλευση, χρώμα του δέρματος κ.λπ. αν και τέτοιες απόψεις ποτέ δεν έπαψαν να ζουν σε κάποιο μέρος του μυαλού ανθρώπων, που κατά τα άλλα ασπάζονται τον χριστιανισμό ή ιδεολογίες που πρεσβεύουν την ισότητα. Η σύγχρονη ανισότητα αφορά τους περισσότερους από όσους δεν είναι «ίδιοι» με μας από κοινωνική και πολιτιστική άποψη. Για παράδειγμα όσοι προέρχονται από κράτη που η επικρατούσα αντίληψη τα βάζει στο κατώτερο σκαλοπάτι της αξιολόγησης με κριτήρια κυρίως πλούτου ή ιδεολογικά. Φυσικά αυτή η αξιολόγηση δεν τους αφορά όλους. Οι ελίτ αυτών των κρατών είναι πάντα καλοδεχούμενες είτε προέρχονται από χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, είτε από Αραβικά κράτη είτε ακόμα από χώρες της Αφρικής αν και όχι όλες με τον ίδιο τρόπο. Με άλλα λόγια όσοι είναι «ίδιοι» ή περίπου «ίδιοι» με μας, δηλαδή ταιριάζουν στο δυτικό μοντέλο πλούτου, εξατομίκευσης, σαβουάρ βιβρ κ.λπ. που έχουμε στο μυαλό μας (όχι απαραίτητα και στην πραγματικότητα), αξίζουν την ίση μεταχείριση, τον σεβασμό, την προσοχή και τον κύκλο μας. Κάτι ανάλογο ισχύει και για όσους έχουν έστω 43 όχι 45 πτυχία, κι ας τα έχουν αγοράσει από το ίντερνετ. Και φυσικά την ίση μεταχείριση αξίζουν όσοι έχουν τη «δική μας» αισθητική, το δικό μας γούστο, το δικό μας σαβουάρ βιβρ. Με άλλα λόγια όσοι είναι «ίδιοι» με μας στην πραγματικότητα ή ακόμα χειρότερα στη φαντασία μας. Φυσικά αυτό το μοντέλο συμπεριφοράς δεν το έχουν όλοι οι σύγχρονοι πολίτες, ωστόσο τείνει να γίνει κυρίαρχο πρότυπο. Το να το υιοθετήσει κάποιος εξαρτάται από πολλούς παράγοντες όπως η μόρφωση, οι ιδεολογικές και θρησκευτικές πεποιθήσεις, η παράδοση, η εμπειρία καθενός κ.ά.
Ανάμεσα στους άλλους παράγοντες κεντρικό ρόλο παίζουν τα ΜΜΕ. Και παίζουν αυτό το ρόλο με δυο τρόπους. Πρώτον με το περιεχόμενό τους. Πολυετείς έρευνες έχουν δείξει ότι με καλλίτερο αξιολογικά τρόπο προβάλλονται οι άνδρες έναντι των γυναικών, οι πλούσιοι έναντι των φτωχών, οι επιχειρηματίες έναντι των εργαζομένων, οι κάτοικοι των πόλεων έναντι των κατοίκων της επαρχίας, εκείνοι με υψηλότερη μόρφωση έναντι εκείνων με χαμηλότερη, οι χριστιανοί έναντι των μουσουλμάνων, οι λευκοί έναντι των μαύρων, οι Ευρωπαίοι έναντι των Ασιατών ή των Αφρικανών. Έτσι, από νωρίς το παιδί συναντά αυτές τις διακρίσεις όχι μόνο στον στενό και ευρύτερο κοινωνικό του κύκλο, αλλά και στις αναπαραστάσεις των ΜΜΕ που περιγράφουν τη συνολική εμπειρία μιας κοινωνίας. Συνηθίζει σταδιακά στην ιδέα ότι αυτές οι διακρίσεις, αυτή η ανισότητα είναι «φυσιολογικά».
Ο δεύτερος τρόπος με τον οποίον τα ΜΜΕ καλλιεργούν τη σύγχρονη νοοτροπία της ανισότητας είναι με το να καθηλώνουν τον χρήστη τους, ιδιαίτερα τον ανήλικο, σε ένα περιορισμένο κοινωνικό χώρο από τον οποίο μαθαίνει τον κόσμο. Και όσο περισσότερο κόσμο μαθαίνει, επιδερμικά, χωρίς εμπειρίες, μέσα από τον αυτόν, τόσο πιο βαθιά χαράσσεται η πεποίθηση ότι δεν είμαστε ίδιοι, ότι όσοι περιγράψαμε πιο πάνω και πολλοί άλλοι δεν είναι ίδιοι και άρα ίσοι με μας. Ένα μέρος των ενηλίκων αλλά ένα ακόμα μεγαλύτερο μέρος των παιδιών βλέπει τον κόσμο της τηλεόρασης (της κρατικής, της ιδιωτικής και φυσικά των προγραμμάτων από τις δορυφορικές πλατφόρμες), του διαδικτύου και εν γένει των νέων μέσων από τους τέσσερις τοίχους του δωματίου ή του σπιτιού ή στην καλλίτερη περίπτωση από το χώρο που ορίζει η κοινωνική ομάδα που ζει, χωρίς ανάλογες βιωματικές εμπειρίες. Εν γένει αυτό που λείπει από το σύγχρονο άνθρωπο είναι το βίωμα του κόσμου όχι η πληροφόρηση για τον κόσμο.
Έτσι το άτομο , ιδιαίτερα το παιδί μαθαίνει να μαθαίνει τον κόσμο μέσα από τα όρια του μικρόκοσμού του, που έτσι γίνονται ακόμα πιο σκληρά και αδιαπέραστα. Μαθαίνει να ζει σε περιβάλλοντα ίδια με τα δικά του. Μαθαίνει να έχει στο σχολείο μαθητές ίδιους με αυτόν, συνεπιβάτες στα μέσα μαζικής μεταφοράς, συναδέλφους στη δουλειά, συμπολίτες στο σινεμά, στο θέατρο, στο τραίνο, στο πλοίο κ.λπ. ίδιους με αυτόν, να μην ανέχεται διαφορετικούς από τον ίδιο. Ή, αν δεν έχει, να ψάχνει υποκατάστατο μοναχικής, ατομικής πορείας σε όλα αυτά.
Αυτό δεν είναι μονάχα η απαρχή για το τέλος ενός μικρόκοσμου στον οποίον μπορούμε να συνυπάρχουμε άνθρωποι με διαφορετική ταυτότητα. Είναι και η απαρχή του τέλους της, της πόλης, του κράτους, της Ευρώπης του κόσμου στον οποίο μπορούμε να συνυπάρχουμε ισότιμα άνθρωποι με διαφορετική ταυτότητα. Το Afd ή τα φασιστικά κινήματα σε διάφορες χώρες είναι μια πρόταση για έναν τέτοιο κόσμο, πολιτικά οργανωμένο. Αυτό όμως που δεν ξέρουν όσοι είναι πρόθυμοι να ζήσουν σε τέτοιο κόσμο είναι πως για να γίνει πραγματικότητα θα πρέπει να χυθούν, επι ματαίω και αδίκω, ξανά, ποταμοί αίματος, (και) του δικού τους αίματος.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Γέρα” στο τεύχος Οκτωβρίου – Δεκεμβρίου 2017