*Μια συνέντευξη που έγινε αλλά δεν θα δημοσιευτεί επειδή οι συντάκτες της εφημερίδας, λόγω περιορισμένου χώρου, διάλεξαν τα πιο “πιασάρικα”, αυτά που αναφέρονται στα “τρολς”, με συνέπεια την άρνηση δημοσίευσης ολόκληρης της συνέντευξης
– Ερώτηση 1
Σχετικά με το ερώτημα αν υπάρχουν όρια στο δημόσιο λόγο που εκφράζεται στα προφίλ των χρηστών στα κοινωνικά μέσα, υπάρχουν δυο προσεγγίσεις. Η νομική που λέει τι επιτρέπεται και τι τιμωρείται από το νόμο και η κοινωνικο-φιλοσοφική, αλλά και πολιτική, που περιγράφει τι πρέπει να επιτρέπεται και τι όχι, συνεπώς μπορεί να υποκρύπτει κριτική προς το, και προτάσεις για αναθεώρηση του νομικού πλαισίου, όπως συμβαίνει συχνά.
Σε ότι αφορά το πρώτο δεν είμαι ο πλέον κατάλληλος να το αναπτύξω ωστόσο γνωρίζω ως πολίτης πως ισχύουν οι γενικές διατάξεις περί ελευθερίας του λόγου και των σχετικών περιορισμών όπως εξύβρισης, διασποράς ψευδών ειδήσεων, δημιουργίας πανικού, βλασφημίας κοκ.
Γνωρίζω ακόμα πως με γνωμάτευση εισαγγελέα του Αρείου Πάγου το 2009 οι συνομιλίες μας στο διαδίκτυο, συνεπώς και στα ΜΚΔ (μέσα κοινωνικής δικτύωσης), δεν θεωρούνται ιδιωτικές και συνεπώς με την επίκληση της πρόληψης εγκληματικών ενεργειών μπορούν να παρακολουθούνται από τις διωκτικές αρχές και τη δικαιοσύνη άνευ προηγούμενης άδειας για άρση του απορρήτου των συνομιλιών. Υπάρχουν και άλλοι νομικοί περιορισμοί αλλά όπως σας είπα δεν είμαι ο κατάλληλος να αναπτύξω.
Ας έρθουμε τώρα στην κοινωνικο-φιλοσοφική και πολιτική οπτική. Τα ΜΚΔ δεν ανήκουν αποκλειστικά στα μέσα ιδιωτικής συνομιλίας ή δημόσιας επικοινωνίας. Ανήκουν και στις δυο περιοχές αν και αυτό θέλει αρκετή ανάλυση. Ειδικότερα στο Facebook για να μπορεί κάποιος να δει τη δραστηριότητα των άλλων και οι άλλοι τη δική του χρειάζεται αμοιβαία έγκριση, ενώ μπορεί για οποιοδήποτε λόγο και οποιαδήποτε στιγμή να διακόψει τη διαδικτυακή σχέση και να βγει από τον κύκλο των διασυνδεδεμένων μεταξύ τους «φίλων». Ακόμα, η ίδια η εταιρεία Facebook ακολουθεί τη δική της πολιτική που δεν συμπίπτει απαραίτητα με τους νομικούς περιορισμούς των επιμέρους χωρών, συνεπώς δημιουργεί ένα ιδιαίτερο, παγκόσμιο κανονιστικό πλαίσιο. Επιπλέον στο Facebook ο αριθμός των ατόμων που μπορούν να διασυνδεθούν μεταξύ τους, να γίνουν «φίλοι» όπως λέγεται ανέρχεται το πολύ μέχρι τις 5.000. Ας λάβουμε υπόψη ότι αυτός ο αριθμός έχει μια ορισμένη έκταση στο σύνολο του πληθυσμού για μια χώρα όπως οι ΗΠΑ, στις οποίες και ορίστηκε και διαφορετική για μικρότερες χώρες, η Κύπρος, το Λουξεμβούργο ή ακόμα περισσότερο το Σαν Μαρίνο, το Τουβαλού, το Μονακό, το Βατικανό, κ.ά. Σε κάθε περίπτωση αν και μεγάλη παρέα, ένας ορισμένος «κύκλος» διασυνδεδεμένων μεταξύ τους χρηστών στο Facebook είναι μια κλειστή παρέα. Συνεπώς τίθεται υπό αμφιβολία κατά πόσο είναι δημόσιες οι συνομιλίες μεταξύ τους . Αν τώρα μια ανάρτηση δημοσιευτεί στα παραδοσιακά ΜΜΕ και περαιτέρω «περάσει» και στην ευρύτερη κοινή γνώμη και το πολιτικό σύστημα, τότε την ευθύνη να καταστεί αυτή δημόσια την έχει εκείνος που το δημοσιοποίησε στην εφημερίδα λ.χ. ή σε ένα “ανοιχτό” σάϊτ και όχι εκείνος που την έγραψε ή την είδε στον κλειστό κύκλο. Καταληκτικά, η θεώρηση των συνομιλιών μας στα ΜΚΔ ως δημόσιων και όχι ως ιδιωτικών φαίνεται να αγνοεί την παγκοσμιότητα του μέσου και της συνάντησής του με πολλά και διαφορετικά νομικά πλαίσια έναντι των οποίων είναι ισχυρότερο, ενώ την ίδια στιγμή φαίνεται να αντανακλά μια ξεπερασμένη προ πολλού αντίληψη περί δημοσιότητας και σχέσεων δημόσιου και ιδιωτικού, ιδιαίτερα σε οικουμενική προοπτική
Με άλλα λόγια, παρά το γεγονός ότι υπό την πίεση συντηρητικών κυρίως πολιτικών εξ αιτίας αρνητικών πολιτικών γεγονότων (π.χ. τρομοκρατία, ανυπακοή) ή εγκληματικότητας (π.χ. παιδική πορνογραφία, εμπόριο όπλων κ.ά.) δημιουργείται ένα ρεύμα προς την κατεύθυνση ελέγχου του διαδικτύου, θα πρέπει να προστατεύσουμε την ελευθερία της έκφρασης σε αυτό το μέσο, διότι το κόστος από τον περιορισμό αυτής της ελευθερίας θα είναι πολύ μεγάλο, πολύ μεγαλύτερο από εκείνο που θα φέρουν τα αρνητικά φαινόμενα. Οι διωκτικές αρχές μπορούν και οφείλουν να βρουν άλλους τρόπους δίωξης του εγκλήματος και όχι περιορισμό της ελευθερίας της έκφρασης και εν τέλει της ίδιας της Δημοκρατίας. Η περιστολή της Δημοκρατίας μόνο δεινά μπορεί να φέρει καθώς η δύναμη των διωκτικών αρχών θα ελέγχεται όλο και πιο λίγο, θα έχει όλο και πιο περιορισμένη δημοκρατική νομιμοποίηση ενώ η αξιοποίησή της για ίδιο όφελος ή όφελος ισχυρών οικονομικών και πολιτικών κύκλων εντός της χώρας ή διεθνώς ή και τα δυο, θα γίνεται όλο και πιο πιθανή.
Στο ίδιο πλαίσιο, αυτού του συγχρονισμού μας με τις πραγματικότητες, τις τεχνολογικές και κοινωνικές εξελίξεις, αλλά πάντα προστατεύοντας και διευρύνοντας την ελευθερία και τη δικαιοσύνη για όλους, θα πρέπει να επανεξετάσουμε τις αναχρονιστικές κατά τη γνώμη μου διατάξεις περί βλασφημίας. Ως κοινωνικός επιστήμονας πρέπει να σας πω ότι μπορεί να προσβληθεί ο άνθρωπος και συνεπώς όποιος προσβάλλει άνθρωπο πρέπει να διώκεται. Τα σύμβολα όποια και αν είναι αυτά, πολιτικά, θρησκευτικά, οικονομικά κ.λπ. δεν μπορούν να προσβληθούν και είναι αναχρονιστικό και αυταρχικό να τους δίνουμε τέτοια ιδιότητα, ιδιότητα υποκειμένου με δικαιώματα. Επ’ ουδενί δεν μπορούμε να επικαλεστούμε ότι όταν προσβάλλεται ένα σύμβολο προσβάλλεται και εκείνος που το πιστεύει διότι κάθε ένας ατομικά ή συλλογικοί φορείς μπορούν να ορίσουν ως προσβολή του συμβόλου στο οποίο πιστεύουν τα πιο απίθανα πράγματα και τότε θα ανοίξουμε την πόρτα του τρελοκομείου. Φυσικά εκτός από όσα επισήμανα υπάρχουν ακόμα πολλά που πρέπει να επανεξετάσουμε
– Ερώτηση 2
Το πόσο προσωπικές είναι οι οι προσωπικές αναρτήσεις στα social media ατόμων με υψηλές θέσεις ειδικά όταν αφορούν σε ‘καυτά’ ζητήματα της επικαιρότητας, μπορώ να πω τα εξής. Υπό το σκεπτικό που σας εξέθεσα το πόσο προσωπικές θα είναι οι αναρτήσεις μας στα ΜΚΔ από τη μια εξαρτάται από το μέσο και πως θα το θεωρούμε από νομική και διοικητική άποψη, από την άλλη όμως εξαρτάται και από εμάς. Για παράδειγμα σε ότι με αφορά, και λόγω επαγγέλματος, διαθέτω λογαριασμό σε πολλά ΜΚΔ. Στο Facebook για παράδειγμα δέχομαι συχνά μηνύματα από φοιτητές αναφορικά με υποθέσεις που σχετίζονται με την καθηγητική μου ιδιότητα Από άλλους δέχομαι ερωτήσεις ή και προκλήσεις που σχετίζονται με την ιδιότητά μου ως μέλους τους ΕΣΡ, του ECPMF κοκ. Δεν απαντώ και πάντα επισημαίνω ότι αυτός ο λογαριασμός υπάρχει για να εκφράζω τις απόψεις μου και να επικοινωνώ ως πολίτης μόνο με το ονοματεπώνυμό μου, χωρίς να αναφέρω σ’ αυτό καμιά από τις ιδιότητές μου. Έχω αυτό το δικαίωμα και, αν θέλετε, και την υποχρέωση. Η κατοχή μιας θέσης δεν πρέπει να συνοδεύεται από το «θάνατο» του άλλου μας εαυτού, υπό την προϋπόθεση ότι δεν αντιβαίνει τους κανόνες του πεδίου (λχ του απλού πολίτη) στο οποίο επιλέξαμε να κινηθούμε. Αυτό είναι συμβατό όχι μόνο με την υπόσταση της ανθρώπινης προσωπικότητας αλλά και με βασικές αρχές της νεωτερικότητας. Ξέρω ότι η συγκέντρωση επικοινωνιακής ισχύος σε λίγα χέρια (συνεπεία της συγκέντρωσης οικονομικής κ.ά. ισχύος) έχει υποσκάψει αυτές τις αρχές. Κι αυτά τα χέρια πιθανόν θα προσπαθήσουν να στρέψουν τη μια πλευρά του εαυτού μας απέναντι στη άλλη αν βρεθούμε εμπόδιο στο δρόμο τους, όπως λ.χ. συνέβη με πρώην υποψήφιο Δήμαρχο. Ωστόσο έχουμε και δικαίωμα και χρέος να υπερασπιζόμαστε και με πράξεις τις αρχές της Δημοκρατίας. Τώρα αν κάνω αναρτήσεις ως απλός πολίτης και αυτό χρεώνεται ή συνδέεται από κάποιον με άλλη ιδιότητα που μπορεί να έχω (π.χ. Δημοτικού Συμβούλου, επιχειρηματία ή θέσης μου στον κρατικό μηχανισμό κοκ), ενώ εγώ δεν το κάνω, ενώ θα μπορούσα να το κάνω λ.χ. για δώσω κύρος και επιρροή στην ανάρτησή μου αλλά δεν το κάνω, αυτό είναι κάτι που βαρύνει εκείνον που το κάνει. Και φυσικά εκτός από την ηθική καταδίκη, πιθανόν σε κάποιες περιπτώσεις να υπάρχουν και δομικές ευθύνες σε αυτόν που το κάνει.
Εξ αυτών που σας είπα απορρέει πως αν κάποιος επιλέξει να εκτεθεί στα ΜΚΔ με την επαγγελματική του ιδιότητα (λ.χ. ως δημοσιογράφος ή ως πολιτικός κ.λπ.) δεν πρέπει να περιμένει να κριθεί ως απλός πολίτης, με ότι αυτό σημαίνει σε μια εποχή τεκτονικών διαστάσεων δημοσιότητας και κυριαρχίας των ΜΜΕ στη πολιτική, οικονομική κ.λπ. ζωή των χωρών.
– Ερώτηση 3
Ναι, ό,τι είπα πιο πριν τόσο για την ελευθερία της έκφρασης όσο και για τους περιορισμούς της, ισχύει και για τα λεγόμενα τρολς. Να επισημάνω επιπλέον δυο ακόμα πτυχές του ζητήματος που θέσατε. Πρώτον, για μια σειρά λόγους, των οποίων η ανάπτυξη είναι για την ώρα περισσότερο ακαδημαϊκή υπόθεση, το «τρολ», η σύντομη, δηκτική παρώδηση κάποιου προσώπου (σε έναν συγκεκριμένο πάντα ρόλο του) ή κάποιας ομάδας, φαίνεται να είναι στο πυρήνα της «γλώσσας του μέσου», όπως λέμε, και στην προκειμένη περίπτωση του Twitter. Είναι πλέον λιγότερο στον πυρήνα της «γλώσσας» του Facebook μιας και σε αυτό πλέον μπορούμε να γράψουμε περισσότερους από 140 χαρακτήρες. Το λεγόμενο «τρολάρισμα» ενισχύεται ακόμα περισσότερο όταν το μέσο χρησιμοποιείται σε επικοινωνιακές και οικονομικο-πολιτικές συνθήκες όπως αυτές που χαρακτηρίζουν τη χώρα μας, ιδιαίτερα από την αρχή της κρίσης και ακόμα πιο ιδιαίτερα σε συνθήκες πόλωσης. Η κοινωνικοοικονομική και πολιτική πόλωση ενισχύει το τρολάρισμα και αντίθετα, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι εμπλέκονται στο τρολάρισμα μεγάλοι αριθμοί χρηστών, γι’ αυτό και σε σημαντική έκταση το κάνουν επαγγελματικά τρολ. Δηλαδή τρολ που εξ επαγγέλματος μπορούν να το κάνουν καλλίτερα (π.χ. δημοσιογράφοι ή ταλαντούχα στο είδος άτομα) ή άτομα και ομάδες ατόμων που αμείβονται για να το κάνουν και εννοείται είναι ταλαντούχα στο είδος. Γι’ αυτό και προοπτικά οι δυο αυτές κατηγορίες συγκλίνουν σε μια.
Η δεύτερη όψη του ζητήματος που θέσατε και θα ήθελα να επισημάνω έχει να κάνει με την ανωνυμία. Για την ακρίβεια δεν υπάρχει ανωνυμία αλλά ψευδωνυμία. Γνωρίζετε ότι ορισμένα ΜΚΔ όπως λ.χ. το Twitter ή το Vkontakte (η ρωσική εκδοχή του Facebook) δεν θέτουν περιορισμούς στην ανωνυμία/ψευδωνυμία. Άλλα πάλι όπως το Facebook το κάνουν. Ακόμα και όταν το κάνουν είναι δύσκολο να ελεγχθεί και καταπολεμηθεί. Ας υποθέσουμε ότι δημιουργώ προφίλ στο Facebook με το όνομα Πέτρος Ζώης. Δεν φαίνεται για ψευδώνυμο. Και όμως μπορεί να είναι. Ας υποθέσουμε τώρα ότι φτιάχνω ένα ακόμα προφίλ με το όνομα Κανακάρης Ρούφος. Ίσως σε κάποιους φαίνεται πως είναι ψευδώνυμο. Μάλλον είναι, αλλά τέτοιο πρόσωπο υπήρξε (ήταν γιός του Φιλικού, πρώην Δημάρχου της Πάτρας και Πρωθυπουργού Μπενιζέλου Ρούφου). Τέλος φτιάχνω ένα με το πραγματικό μου όνομα. Το Facebook δεν ξέρει αν πράγματι είμαι άντρας ή γυναίκα, 25 ή 52 ετών, αν κατοικώ στην Αθήνα ή στον Προμαχώνα, αν τελείωσα Λύκειο ή τη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων κοκ. Και είναι πολύ δύσκολο ελέγξει αυτά τα στοιχεία. Ούτε οι δημοκοπικές εταιρείες δεν μπορούν όταν ρωτάνε τα μέλη του δείγματος. Και ξέρετε, δεν έχει καμία σημασία. Η ανωνυμία/ψευδωνυμία συνιστά πτυχή της ελευθερίας της έκφρασης και συνεπώς είναι κατοχυρωμένη από το ελληνικό και όλα τα Συντάγματα των δημοκρατικών χωρών, τη διακήρυξη των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου, τον ΟΗΕ, την τη Χάρτα Θεμελιωδών Ελευθεριών της ΕΕ κ.ά. εθνικά και διεθνή νομικά. Κείμενα. Είναι βασική παράμετρος του δημοκρατικού πολιτεύματος, της προστασίας και της διεύρυνσής του.
Αυτό σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι είναι δυνατό να γίνουν ανεκτά φαινόμενα διάδοσης ψευδών ειδήσεων, συκοφαντικών και προσβλητικών δημοσιευμάτων κ.λπ. Οι διωκτικές αρχές έχουν τη δυνατότητα να βρουν ποιος κρύβεται πίσω από τέτοια δημοσιεύματα. Δεν υπάρχει ανάγκη να καταργηθεί αυτή η ελευθερία. Αν επιχειρείται να καταργηθεί, επιχειρείται για άλλους σκοπούς με πρόσχημα τα ανώνυμα ή ψευδώνυμα συκοφαντικά ή ψευδή δημοσιεύματα. Το ότι δεν διώκονται οι αυτουργοί τέτοιων αδικημάτων δείχνει ότι οι αρχές είτε αδρανούν είτε δεν επαρκούν είτε και τα δυο και πως ένα μέρος της κοινωνίας τα ανέχεται γιατί πιθανόν ενεργεί και η ίδια με τον ίδιο τρόπο όχι μόνο on line αλλά και off line και συνεπώς τα έχει πλέον «νομιμοποιήσει» με την ανοχή της. Γι’ αυτό ίσως είναι απαραίτητη η δημιουργία επιπρόσθετων μηχανισμών και πρακτικών, συμβατών με τις ιδιαίτερες συνθήκες κάθε χώρας για την αντιμετώπιση του φαινομένου. Αν φυσικά μας ενοχλεί διότι όπως προείπα πιθανόν ένα μέρος της κοινής γνώμης ίσως και του πολιτικού, οικονομικού κ.λπ. κατεστημένου δεν ενοχλείται καθώς μπορεί να δρα με τον ίδιο τρόπο. Στο βαθμό που ισχύει το τελευταίο είμαστε μπροστά στο εξής παράδοξο. Όσο περισσότερο χρησιμοποιούνται και έτσι νομιμοποιούνται τέτοια δημοσιεύματα τόσο περισσότερο χάνουν την ισχύ τους. Ωστόσο υπάρχει ένα κόστος και είναι μεγάλο. Η απώλεια της αξιοπιστίας της πληροφόρησης και είσοδος σε έναν τεχνολογικό μεσαίωνα, γεμάτο, παρά την τεχνολογία, μάλλον εξ αιτίας και της τεχνολογίας, με ανακριβείς πληροφορίες, προκαταλήψεις, αλλοφοβία, επιδίωξη μιας όλο μεγαλύτερης πολιτισμικής ομοφυλίας, με άγνωστες προς το παρόν συνέπειες.