ΤΑ ΜΠΑΝΙΑ ΤΟΥ ΛΑΟΥ

Δεν είναι εξακριβωμένο πότε ακριβώς εισήλθε ο όρος «μπάνια του λαού» στο δημόσιο λόγο. Πάντως σύμφωνα με πλήθος αναφορών εμφανίζεται κατά τη μεταπολίτευση και διαδίδεται μετ’ επιτάσεως κατά τη δεκαετία του ’80. Ήταν στα μέσα της δεκαετίας του ’80 όταν ο αείμνηστος Α. Παπανδρέου επικαλέστηκε τα «μπάνια του λαού» προκειμένου να αποφύγει τις εκλογές κατακαλόκαιρο.  Σε κάθε περίπτωση, εν τη στενή εννοία ο όρος σημαίνει ό,τι δηλώνει, δηλαδή τα θαλάσσια μπάνια που οι περισσότεροι συνηθίζουν να κάνουν το καλοκαίρι και με την ευρεία έννοια σημαίνει τις θερινές διακοπές των εργαζομένων.   Με την ευρύτερη έννοια ο όρος σημαίνει κάτι περισσότερο, ακόμα πιο σημαντικό: το δικαίωμα των εργαζομένων στις θερινές διακοπές. Έτι περαιτέρω ο όρος «μπάνια του λαού» έχει το χαρακτήρα της μετωνυμίας γενικώς των κοινωνικών δικαιωμάτων των εργαζομένων. 

Το μπάνιο των απλών πολιτών στη θάλασσα ήταν μια συνήθεια που δεν ανακαλύφθηκε τη δεκαετία του ’70 ή του ’80 αλλά πολύ παλαιότερα. Διαδόθηκε σταδιακά κατά τον 20ο αιώνα, ιδιίως μετά τον πόλεμο. Αρκεί μια ματιά στις παλές ελληνικές ταινίες ή μια ερώτηση στον παππού ή τη γιαγιά για να το διαπιστώσει κάποιος. Εδώ στη Μυτιλήνη, αυτό είναι καλά γνωστό από τον συνηθισμένο στα μέρη της, αλλά άγνωστο αλλού, όρο «συνοπαίρνω», μια συνήθεια που όπως φαίνεται γενικεύτηκε όταν οι φτωχοί κάτοικοι άρχισαν να μιμούνται με περιορισμένα μέσα τις συνήθειες των πλουσίων μετακομίζοντας για το καλοκαίρι κοντά στη θάλασσα.  Όμως στις αστικές και κυρίως ηπειρωτικές περιοχές της χώρας, παλιότερα το μπάνιο ήταν μια βιαστική βουτιά μετά το σχόλασμα απ’ τη δουλειά ή κατά την αργία της Κυριακής αν τύχαινε νάναι κοντά μια παραλία. Πιο τυχερές ήσαν οι σύζυγοι και τα παιδιά, αν οι ίδιες οι σύζυγοι ή ο σύζυγος κατάγονταν από παραθαλάσσιο μέρος  και με τη λήξη του σχολικού έτους έπαιρναν το δρόμο για το χωριό και το πατρικό.  Όμως όρος,  νοοτροπία και «θεσμός» «μπάνια του λαού» δεν υπήρχε.  Αυτά εμφανίστηκαν με την κατοχύρωση της αργίας του Σαββάτου και τη 40ωρη εργασία τη βδομάδα, και ακόμα περισσότερο με την κατοχύρωση της (αμειβόμενης) θερινής άδειας όχι μόνο στο δημόσιο αλλά και στον ιδιωτικό τομέα, με σχέση εξαρτημένης εργασίας. Με άλλα λόγια τα «μπάνια του λαού» δεν παραπέμπουν τόσο στις βουτιές στη θάλασσα αλλά σε μια άλλη εποχή, σε μια εποχή που υπήρχαν και ήταν σεβαστά μια σειρά κοινωνικών δικαιωμάτων των εργαζομένων, πέρα φυσικά από την ίδια την απασχόληση που σε γενικές γραμμές, και με ποικίλους όρους, ήταν εξασφαλισμένη. 

Στις σημερινές συνθήκες το να μιλά κάποιος  για «μπάνια του λαού» μοιάζει με φάρσα, είναι μια έννοια γκροτέσκο. Κι αυτό γιατί ακόμα και με στατιστικές (όχι πραγματικές) μετρήσεις  1 ½ εκατομμύριο μέλη του εργατικού δυναμικού είναι άνεργα, ενώ τα αντίστοιχα ποσοστά στους νέους (που είναι και το πιο δυναμικό τμήμα στο φαινόμενο «μπάνια του λαού») είναι δραματικά, άνω του 60% ή άλλως τα 2/3 τους. Οι πιο πάνω δεν έχουν τα αναγκαία σε  υγεία, παιδεία, ίσως και διατροφή ή στέγη. Πολλώ δε μάλλον για αξιοπρεπείς (σε στέγαση, φαγητό, διασκέδαση κ.λπ.) διακοπές.  Αλλά ακόμα και για όσους τυχαίνει να εργάζονται τα πράγματα δεν είναι πολύ καλλίτερα. Αφ’ ενός οι μισθοί πείνας δεν επιτρέπουν τέτοιες πολυτέλειες, από την άλλη η απασχόλησή τους υπακούει σε όρους σχεδόν δουλοπαροικίας. Εργάζονται 12ωρο, συχνά και τα σαββατοκύριακα, με εξευτελιστικές για τα επίπεδα ακρίβειας της χώρας αμοιβές  400€ ή 500€ ή 600€ και επίσης συχνά χωρίς ασφάλιση .

Για όλους αυτούς τα «μπάνια του λαού» τείνουν να είναι παρελθόν, αν ποτέ τα γνώρισαν, ή ιστορικό γεγονός αν δεν έτυχε. Αυτό ακριβώς καταγράφουν και οι έρευνες, σύμφωνα με τις οποίες η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων τα τελευταία χρόνια, τα χρόνια της κρίσης, ακόμα κι αν τύχει να βουτήξει στη θάλασσα δεν γεύεται πλέον τα «μπάνια του λαού».  Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέθεσε το ΙΝΚΑ, «περισσότεροι από 75 στους 100 Έλληνες θα περάσουν το φετινό καλοκαίρι χωρίς διακοπές». Αλλά και ακόμα με μια πιο αυστηρή μέτρηση, αυτή του Ευρωβαρομέτρου, κατά το 2013, το 18% των ερωτώμενων έμεινε κάπου για πάνω από 13 συνεχόμενες μέρες (πιθανόν στο πατρικό όπως παλιά), το 40% έκανε 4-13 διανυκτερεύσεις (επίσης πιθανόν στο πατρικό), το 47% δήλωσε ότι πήγε κάπου μόνο για τρεις ή τέσσερις συνεχόμενες ημέρες, ενώ μόνο το  7% των Ελλήνων δήλωσε πως δεν έκανε καθόλου διακοπές. Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι πράγματι οι περισσότεροι, ακόμα κι αν «βούτηξαν» μερικές φορές, δεν έκαναν πραγματικές διακοπές, ενώ η συντριπτική πλειοψηφία δεν γεύτηκε «τα μπάνια του λαού». Για τη συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων οι βουτιές στη θάλασσα απέκτησαν τη σημασία που είχαν κάπου εκεί στη δεκαετία του ’60 ή ’70.  Πρόκειται λοιπόν για ένα τεράστιο πισωγύρισμα.

Διότι τα «μπάνια του λαού» δεν είναι οποιεσδήποτε βουτιές στη θάλασσα. Είναι το κατοχυρωμένο δικαίωμα του εργαζόμενου για  ικανές ως προς τον αριθμό ημερών, με τακτική αμοιβή, διακοπές σε κάποιο άλλο μέρος πέρα από αυτό που ζει ή μεγάλωσε, που στόχο έχουν αφενός την κοινωνική συνοχή και αφετέρου τη βιολογική, κοινωνική και πολιτιστική αναπαραγωγή των ίδιων των εργαζόμενων και των οικογενειών τους, ως τον πολυτιμότερο συντελεστή της παραγωγής, της οικονομίας και μιας ισχυρής κοινωνίας.  Τα «μπάνια του λαού» είναι πριν απ’ όλα και πάνω από όλα ένα ατομικό και συλλογικό δικαίωμα των εργαζομένων. Κι αυτό το δικαίωμα πρέπει να ξανακατακτηθεί, πιθανόν με διαφορετική μορφή, απ’ ότι στο παρελθόν, ώστε να ανταποκρίνεται στις σύγχρονες τεχνολογικές, εργασιακές, τουριστικές, κοινωνικές και πολιτιστικές συνθήκες.  Σε κάθε όμως περίπτωση πρέπει να ξανακατακτηθεί, ώστε να αποκατασταθεί (έστω εν μέρει) η ελευθερία και η δικαιοσύνη για τους εργαζόμενους, και η συνοχή για την κοινωνία. 

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Γέρα” το καλοκαίρι 2016