Το δημοψήφισμα του 2015, τα ΜΜΕ και ο δρόμος προς τον μεταφασισμό
Μιλάμε για τη δεκαετία που διανύσαμε από το 2015, μια χρονιά που μπορεί να θεωρηθεί υπέροχη (annus mirabilis), ή τρομακτική χρονιά (annus horribilis) ή και τα δυο, καθώς και για τις αναμετρήσεις μπροστά στις κάλπες που έγιναν εκείνη τη χρονιά: τις εθνικές εκλογές Ιανουαρίου, το δημοψήφισμα του Ιουλίου και τις εθνικές εκλογές του Σεπτεμβρίου. Ο κοινός παρονομαστής τους ήταν η διαχείριση της επαχθούς μνημονιακής πολιτικής προς όφελος των εργαζομένων και αδύναμων εν γένει οικονομικο-κοινωνικά πολιτών. Οι δυο πρώτες αναμετρήσεις ήταν αναμετρήσεις στις οποίες υπήρχε ελπίδα. Η τρίτη είχε ένα ζητούμενο, την αποδοχή της υποταγής, με την ελπίδα ο πόνος να είναι μικρότερος και να κρατήσει λιγότερο. Αυτή ήταν άλλωστε την πρόταση υιοθέτησε το μεγαλύτερο φάσμα των κομματικών δυνάμεων στη χώρα. Ωστόσο όπως έχω ξαναγράψει σε ανύποπτο χρόνο, στην Ελλάδα δεν μετράμε τον ιστορικό χρόνο με δεκαετίες αλλά με δεκαπενταετίες. Ο ιστορικό ρυθμός μας είναι κάτι σαν το μουσικό ρυθμός μας 9/8.
Από δεκαπενταετία σε δεκαπενταετία, μέχρι την ηγεμονία των ΜΜΕ – το 2015
Η δεκαετία ‘50- ’65 ήταν η δεκαετία της σταδιακής και εν τραύματι επανόδου της αριστεράς, σε ένα κλίμα συνέχειας της εμφυλιοπολεμικής σύγκρουσης αλλά χωρίς βία αυτή τη φορά, τουλάχιστον όχι από πλευρά της. Η δεκαετία ’65 – ’70 ήταν η δεκαετία της επιστροφής στην κυριαρχία της δεξιάς, στην αρχή με τα όπλα και στη συνέχεια με κοινοβουλευτικό αυταρχισμό – προκειμένου να διαχειριστεί τη ριζοσπαστικοποίηση των λαϊκών στρωμάτων που εν των μεταξύ ήταν σε εξέλιξη. Η δεκαπενταετία ’80 – ’95 στάθηκε η δεκαετία της ένταξης μέσω μιας κοινωνικής πολιτικής (που χωρά πολύ συζήτηση) των λαϊκών στρωμάτων και αριστεράς στο «σύστημα», και με τον τρόπο αυτό της εμπέδωση αποτροπής του πολιτικού κινδύνου που, άλλως, θα μπορούσαν να αποτελέσουν. Η δεκαετία ’95 – ’10 ήταν η δεκαετία επιστροφής της γυμνής κυριαρχίας του κεφαλαίου και του «πνεύματος του καπιταλισμού», σε ένα ασφαλές και χωρίς κινδύνους κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον. Γι’ αυτό και η λεηλασία δεν είχε όρια, γι’ αυτό και η χώρα τελικά έπεσε στα βράχια. Η δεκαπενταετία’10 – ’25 είναι η δεκαετία της σύνθεσης όλων των δυνάμεων που είχε τις προηγούμενες περιόδου το κεφάλαιο από τη μια, και όλων των δεινών που είχαν βιώσει τις προηγούμενες τα λαϊκά στρώματα από την άλλη. Κατά κάποιο τρόπο είναι μια δεκαπενταετία – επίλογος της περιόδου μετά το τέλος του εμφυλίου.
Στις εξελίξεις τα ΜΜΕ έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο, ιδιαίτερα στις δυο τελευταίες δεκαπενταετίες. Σ’ αυτές, τα ΜΜΕ ήταν το πεδίο και το κύριο μέσο του «ξεβλαχέματος», αλλά και της συγκέντρωσης κεφαλαίου από τη μία και της σταδιακής φτωχοποίησης των εργαζόμενων από την άλλη. Ήταν μια φτωχοποίηση όχι γυμνή όπως παλιότερα, αλλά ντυμένη με αμέτρητες φανταχτερές ετικέτες και σύμβολα ψευδαισθήσεων. Ο στόχος που είχαν αυτά τα φτιασιδώματα ήταν όχι μόνο να γίνεται αποδεκτή αδιαμαρτύρητα, αλλά επιπλέον να φαίνεται σαν ένας φαντασικός επίγειος παράδεισος, κοινωνικής διάκρισης, καταξίωσης και γοητείας του εαυτού, αλλά και άντλησης μεγάλης ευχαρίστησης μέσω της κατανάλωσης. Το πρώτο ήταν προϋπόθεση για το δεύτερο, και αντίστροφα. Κι η «γέφυρα» που τα συνδέει τα ΜΜΕ και γενικότερα όλοι οι μηχανισμοί προβολής και δημοσιότητας. Το ζήτημα είναι ότι με τον τρόπο αυτό όχι άρχισε να διευρύνεται η κοινωνική ανισότητα, όχι μόνο να συσσωρεύονται όλο και περισσότερα κέρδη στην πλευρά του κεφαλαίου, στην πλευρά όλο και λιγότερων κερδοσκόπων αλλά και επιβαρύνεται ο κρατικός προϋπολογισμός με το κόστος αυτής της δημοσιότητας, που κάποια στιγμή άγγιξε συνολικά, αν δεν ξεπέρασε τα 3 δισεκατομμύρια, ήτοι σχεδόν του 10% του ελλείματος για το οποίο η χώρα μπήκε στη μνημονιακή περιπέτεια. Κι αυτό δεν θα μπορούσε να γίνει χωρίς την περίφημη «διαπλοκή» που τόσο έχει συζητηθεί.
Η στάση των ΜΜΕ στο δημοψήφισμα. Πώς εκδηλώθηκε η μεροληψία τους;
Ίσως σε καμιά άλλη στιγμή δεν έγινε αυτό πιο φανερό απ’ ότι στη στάση που κράτησαν στην υπόθεση του δημοψηφίσματος. Όπως ξέρουμε πλέον, τα κυρίαρχα ΜΜΕ, αυτά με το μεγαλύτερο κοινό και τις μεγαλύτερες οικονομικές και πολιτικές διασυνδέσεις με το κατεστημένο εντός και εκτός χώρας, έπαιξαν μεγάλο ρόλο στη διαμόρφωση του αποτελέσματος στις κάλπες. Όχι όμως όπως γίνεται συνήθως, δηλαδή ευθέως ανάλογα, αλλά αντιστρόφως ανάλογα. Πέτυχαν ακριβώς το αντίθετο από αυτό που επεδίωκαν. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά.
Τα κυρίαρχα ΜΜΕ μόνο «αντικειμενική» στάση δεν κράτησαν εναντίον όλων των διακηρύξεων των προηγούμενων δεκαετιών. Αντίθετα, αποκαλύφθηκαν, ξεγυμνώθηκαν, και κυρίως μόνα τους χωρίς να τα αναγκάσει κάποιος. Ήταν πολλοί εκείνοι που ήξεραν από ένστικτο, παρατηρώντας και αναλύοντας λογικά ή διαβάζοντας μελέτες, τι ακριβώς στάση κρατούσαν απέναντι στις πολιτικές εξουσίες και τα πολιτικά κόμματα, τους μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους, την εκκλησία, τους ισχυρούς παράγοντες του εξωτερικού και ιδιαίτερα της ΕΕ, τους εξωθεσμικούς παράγοντες κ.ά. Ωστόσο η απόσταση από αυτό μέχρι τη εκούσια πανηγυρική αυτο-απογύμνωσή τους, είναι μεγάλη. Και για να πούμε την αλήθεια δεν ήταν και τόσο αναμενόμενη. Τα κυρίαρχα ΜΜΕ στρατεύτηκαν στην υπόθεση του δημοψηφίσματος σε μεγάλη έκταση και με πρωτοφανή ένταση και κυρίως με τρόπους που δεν προσιδιάζουν στη δημοσιογραφία αλλά σε τεχνικές προπαγάνδας ή και ψυχολογικών επιχειρήσεων. Και το κυριότερο με ομοιόμορφο τρόπο σε πολλά Μέσα, λες και ενεργούσαν με ένα κοινό manual να έχουν στη διάθεσή τους.
Η στράτευση των ΜΜΕ πραγματοποιήθηκε με διάφορους τρόπους. Καταρχάς, με την έντονη και πιεστική προπαγανδιστική στάση των περισσότερων παρουσιαστών των τηλεοπτικών σταθμών και των άλλων Μέσων του κύριου ρεύματος οι οποίου ήταν ευθέως, άμεσα και «φωναχτά» υπέρ του «Ναι». Δεύτερο, ειδικά οι τηλεοπτικοί σταθμοί αυτό το έκαναν τόσο στις καθιερωμένες από καιρό εκπομπές που είχαν, όσο και στις νέες, τις οποίες εγκαινίασαν κατά την προ-δημοψηφισματική περίοδο για τις ανάγκες αυτής της προπαγάνδας, γυρνώντας το ρολόι της ιστορίας δεκαετίες πίσω. Προσωπικά μου θύμισε τις προπαγανδιστικές εκπομπές που είχε καθιερώσει ο Μεταξάς μετά την ίδρυση του Ραδιοφωνικού Σταθμού Αθηνών προκειμένου να ασκούν προπαγανδιστική δραστηριότητα υπέρ του φασιστικού καθεστώτος και του ιδίου.
Τρίτο, έδωσαν τη μάχη της προπαγάνδας για όποιο ζήτημα εσωτερικής, εξωτερική ή οικονομικής πολιτικής αφορούσε ή δεν αφορούσε το δημοψήφισμα. Αναγόρευσαν σε πεδίο προ-δημοψηφισματικής αντιπαράθεσης όχι μόνο τα θέματα ουσίας του δημοψηφίσματος αλλά και τα διαδικαστικά. Αν είναι σύνηθες στην Ελλάδα και για τους Έλληνες, και συνεπώς πρέπον να γίνονται δημοψηφίσματα, αν είναι επαρκής η διάρκεια της προ-δημοψηφισματικής περιόδου κοκ. Έδωσαν έτσι στο δημοψήφισμα χαρακτήρα κατακλυσμιαίου γεγονότος αν όχι αποκάλυψης. Στην πραγματικότητα ξεκίνησαν με αυτά τα ζητήματα, ήταν η «οβερτούρα» της αντιπαράθεσης που θα ακολουθούσε.
Τέταρτο, η στράτευση των ΜΜΕ και ιδίως τη τηλεοπτικών σταθμών κορυφώθηκε όταν πήρε τη μορφή της επιλογής ως «εκπροσώπων των κοινωνικών ομάδων», προκειμένου να εμφανιστούν σε εκπομπές, κατ’ εξοχήν ατόμων που δήλωναν ότι τάσσονται με το Ναι. Γεγονός που δηλοί πως είχε προηγηθεί προσεκτική επιλογή τους, πράγμα δύσκολο χωρίς να έχει κινητοποιηθεί ένας μηχανισμός εντοπισμού, ανεύρεσης, πρόσκλησης και συμμετοχής στις εκπομπές των σταθμών. Λογικά, πρόκειται για μηχανισμούς προσωπικών σχέσεων ή και επαφών που διαθέτουν κόμματα ή άλλοι φορείς με οργάνωση εκτός διαδικτύου.
Πέμπτο, με την εστίαση των δημοσιογράφων των ως άνω Μέσων σε πιθανές και μη πιθανές επιπτώσεις του δημοψηφίσματος. Εστίασαν κατ’ εξοχήν και κατά κόρον στη σχέση της χώρας με την ΕΕ και για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, στο γεγονός ότι αν επικρατήσει το Όχι τότε θα βγάλουν την Ελλάδα από την Ευρωζώνη. Κι ας είχε δηλώσει τις τελευταίες μέρες πριν ο δημοψήφισμα το Γιουνκέρ ότι επικράτηση του Όχι δεν σημαίνει απαραίτητα έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη. Ωστόσο δεν σταμάτησαν εδώ, προχώρησαν και σε ζητήματα εσωτερικής και οικονομικής πολιτικής. Για παράδειγμα πως αν επικρατήσει το Όχι είναι πιθανό οι συνταξιούχοι να χάσουν τις συντάξεις τους, οι μικρομεσαίοι της δουλειές τους. Άλλα πάλι μετέφεραν άκριτα και με προθυμία τις δηλώσεις πολιτικών ότι οι τράπεζες θα κλείσουν, θα χρειαστεί να βρει ο στρατός στους δρόμους για να διατηρηθεί η τάξη κοκ.
Έκτο, η στράτευση των κυρίαρχων Μέσων και πολλών δημοσιογράφων τους πήρε κυρίως τη μορφή της επίθεσης απέναντι σε όσους υποστήριζαν το Όχι, αντί να εστιάσουν στην δική τους πρόταση, το Ναι, και οφέλη αυτού για τη χώρα και τους πολίτες – κατά την άποψή τους. Η στάση τους πήρε τη μορφή της αρνητικής, μαύρης προπαγάνδας, απέπνεε μια αίσθηση απελπισίας, αλλά και ποταπότητας. Στοιχεία που λίγοι θα ήθελαν στην παρέα τους.
Με άλλα λόγια περιέγραφαν ένα σκηνικό αποκάλυψης που στόχευε να τρομοκρατήσει του πλέον ευάλωτους μέσα σε εκείνο το περιβάλλον της κρίσης: τους συνταξιούχους, τους άνεργους νέους, τους άνεργους γενικώς, αυτούς που χρειάζονταν τη συνεχή στήριξη του συστήματος υγείας, τους μικρομεσαίους κ.ά. Και δεν είναι μόνο οι σκηνές που περιέγραφαν αλλά ήταν και ο τρόπος που το έκαναν. Με την εικονοληψία έξω από τα πιο κεντρικά σε κάθε περιοχή ΑΤΜ τις ώρες της μεγαλύτερης αιχμής, σπρώχνοντας ώστε να βρουν εκτός κάδρου όσους ερωτώμενους πολίτες δεν έδιναν την επιθυμητή από τους ρεπόρτερ (και τον σταθμό) απάντηση, με τον επιτονισμό, το ύψος και τη χροιά της φωνής, με την ταχύτητα εκφοράς του λόγου (αριθμό λέξεων ανά μονάδα χρόνου) κ.ά. Και το κυριότερο, όλα αυτά τα έκαναν Μέσα που ήταν δυσφημισμένα ή έστω αναξιόπιστα στην κοινή γνώμη από καιρό, σύμφωνα με τις μετρήσεις του Ευρωβαρομέτρου που μόνο αναξιόπιστες ή προκατειλημμένες δεν μπορούν να χαρακτηριστούν.
Ήταν λοιπόν αναμενόμενο τα μεγάλα ΜΜΕ να υιοθετήσουν αυτή την επιθετική αν όχι στάση εκφοβισμού, αφού η πειθώ ως στρατηγική επιλογή δεν υπόσχονταν και μεγάλα αποτελέσματα. Ωστόσο με τον τρόπο αυτό το μόνο που θα μπορούσαν να πετύχουν ήταν να αυξήσουν ακόμα περισσότερο αυτή την δυσπιστία, στη χειρότερη περίπτωση ή να την παγιώσουν, στην καλλίτερη περίπτωση. Συνεπώς υπήρχε ένα τείχος δυσπιστίας και αρνητισμού μεγάλου μέρους του κοινού απέναντί τους, το οποίο η προπαγανδιστική στάση τους (συχνά με τη χρήση σκληρών τεχνικών προπαγάνδας όπως ο εκφοβισμός) όχι μόνο δεν μπορούσε να διαπεράσει, αλλά αντίθετα το έκανε ακόμη πιο ισχυρό και αδιαπέραστο.
Το αποτέλεσμα το ξέρουμε πλέον. Η σκληρή προπαγανδιστική, εκφοβιστική στάση των ΜΜΕ του κύριου ρεύματος όχι μόνο δεν πέτυχε να επικρατήσει το Ναι, αλλά αντίθετα συνέβαλε ώστε να επικρατήσει το Όχι, και μάλιστα με μεγάλο ποσοστό. Τα μεγάλα ΜΜΕ με δημιούργησα με τη στάση τους ένα φαινόμενο μπούμερανγκ. Είναι από τις λίγες φορές στην πρόσφατη ιστορία και σε αυτή την έκταση όπου τα ΜΜΕ μπορεί να πετύχουν ένα τέτοιο αποτέλεσμα. Ναι, το πέτυχαν τα ελληνικά, εξαρτημένα από την πολιτική εξουσία κυρίαρχα ΜΜΕ. Στο δημοψήφισμα δεν ηττήθηκε μόνο το Ναι. Ηττήθηκαν πολύ περισσότερο τα ΜΜΕ, ένας θεμελιώδης μηχανισμός δημιουργίας της συναίνεσης για την εφαρμογή αντικοινωνικών φιλο-επιχειρηματικών πολιτικών στο εσωτερικό ή φιλο-αμερικανικής στο εξωτερικό όχι μόνο μετά αλλά και πριν τις εκλογές 2019, σχεδόν αμέσως μετά τη αποδοχή και εφαρμογή του Γ’ μνημονίου.
Η κληρονομιά των κυρίαρχων ΜΜΕ δέκα χρόνια μετά το δημοψήφισμα
Ωστόσο, δέκα χρόνια μετά το 2015 δεν έχει τόση σημασία να εστιάζουμε σ’ αυτά που έκαναν τα ΜΜΕ το καλοκαίρι του 2015. Αυτά λίγο πολύ τα ξέρουμε. Εκείνο που προέχει σήμερα είναι να εξετάσουμε ποιες ήταν οι βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες συνέπειες της στάσης που τήρησαν τότε τα μεγάλα ΜΜΕ.
Ένα πρώτο, ορατό, αποτέλεσμα που το έχουν επισημάνει και έχουν κάνει γνωστό αρκετοί ξένοι οργανισμοί, ήταν η ακόμα μεγαλύτερη και ακόμα πιο σκληρή εξάρτηση των μεγάλων ΜΜΕ από την πολιτική εξουσία, όπως και από νέα πιο επιθετικά επιχειρηματικά συμφέροντα. Φάνηκε στην υπόθεση της Συμφωνία των Πρεσπών. Φάνηκε στη στάση τους στο προσφυγικό τόσο πριν το 2019 όσο κυρίως μετά τις εκλογές εκείνης της χρονιάς. Φάνηκε ακόμα πλήρη συμμόρφωσή τους με την κυβέρνηση την περίοδο της καραντίνας, όταν πρόβαλλαν κατ’ εξοχήν τα μέτρα της κυβέρνησης αλλά όχι άλλες όψεις της πανδημίας, ή όταν αγνόησαν όλες τις άλλες επιστημονικές φωνές πλην εκείνων που συμφωνούσαν με τον κυβερνητικό χειρισμό και την ιδεολογία της «ατομικής ευθύνης». Φάνηκε ακόμα στο ύψος της χρηματοδότησης που έλαβαν τα ΜΜΕ του κύριου ρεύματος κατ’ επανάληψη σύμφωνα με τη «λίστα Πέτσα». Όσο πιο κοντά ήταν στην κυβέρνηση τόσο πιο μεγάλο το ποσό. Τούτο έγινε τόσο εμφανές ώστε ακόμα και ένα φιλοκυβερνητικό συγκρότημα παραιτήθηκε από τη χρηματοδότηση για να μη το αγγίξει η οσμή ενός διαφαινόμενου σκανδάλου. Δεν υπάρχει άλλη χώρα σήμερα στην Ευρώπη που να είναι τόσο χαμηλά (τελευταία δηλαδή) στην κλίμακα της ελευθερίας του Τύπου. Φάνηκε επίσης στον άκρως χειραγωγικό τρόπο με τον οποίο χειρίστηκε η κυβέρνηση τα ΜΜΕ την περίοδο της καραντίνας (στις καθημερινές συνεντεύξεις ενημέρωσης) και με τον οποίο τα μεγάλα ΜΜΕ συμβιβάστηκαν χωρίς την παραμικρή διαμαρτυρία, την ώρα που διεθνείς οργανισμοί όπως οι επτά οργανισμοί που συγκροτούν Media Freedom Mapping Response, διαμαρτύρονταν για ό,τι συνέβαινε στην Ελλάδα στο θέμα αυτό.
Ένα δεύτερο αποτέλεσμα εκείνης της «μάχης του δημοψηφίσματος» που έδωσαν τα μεγάλα ΜΜΕ, άμεσα συνδεδεμένο με το προηγούμενο, είναι έτι περαιτέρω εξασθένιση του δεσμού ανάμεσα στα ΜΜΕ και την κοινωνία, η επίτασης της κρίσης εμπιστοσύνης του κοινού προς τα μεγάλα ΜΜΕ – αν εξαιρέσουμε αναγκαστικά την περίοδο της καραντίνας. Η «μάχη του δημοψηφίσματος» έκανε εμφανές και ακόμα και σε πολλούς καλόπιστους ότι τα μεγάλα ΜΜΕ στην Ελλάδα δεν ελέγχουν την εξουσία εκπροσωπώντας τους πολίτες, αλλά ελέγχουν (ακόμα χειρότερα εκφοβίζουν) τους πολίτες εκπροσωπώντας την κατεστημένη πολιτική εξουσία. Η Ελλάδα συγκαταλέγεται μεταξύ των εκείνων των χωρών της ΕΕ για τις οποίες υπάρχουν οι περισσότερες αναφορές για παραβιάσεις της ελευθερίας του Τύπου σήμερα. Οι άλλες είναι η Γερμανία, η Ισπανία και η Πολωνία, που όμως διαθέτουν πολύ μεγαλύτερα αριθμητικά δεδομένα. Δεν υπάρχει άλλη χώρα στην Ευρώπη που να είναι τόσο υψηλή η αναξιοπιστία των πολιτών προς τα μεγάλα ΜΜΕ και ιδιαίτερα προς την τηλεόραση στην οποία συμπεριλαμβάνεται και η κρατική.
Ένα ακόμα αποτέλεσμα της ακόμα πιο σφικτής πρόσδεσης των ΜΜΕ στην πολιτική εξουσία και ιδιαίτερα την κυβέρνηση αφορά την κατ’ ευφημισμό «δημόσια ραδιοτηλεόραση». Η εν λόγω τηλεόραση ποτέ δεν υπήρξε δημόσια. Ήταν πάντα κρατική (αυτό ισχύει και για την περίοδο 2015-2019), για την ακρίβεια το μεγαλύτερο διάστημα της ιστορίας της ήταν κυβερνητική. Όμως ποτέ στο παρελθόν δεν υπήρξε τόσο εμφανώς κυβερνητική, όσο έγινε μετά το 2019. Αυτό έγινε γρήγορα εμφανές με τον διορισμό του υπευθύνου του Γραφείου Τύπου της κόμματος αξιωματικής αντιπολίτευσης όταν αυτό έγινε κυβέρνηση, ως Προέδρου της «δημόσιας» τηλεόρασης. Υπάρχουν πολλά περιστατικά χειραγώγησης της δημόσιας τηλεόρασης και σε άλλες χώρες της ΕΕ, όπως λ.χ. στην Πολωνία. Αλλά τέτοια οφθαλμοφανής και βαρύγδουπη παρέμβαση δεν υπήρξε σε άλλη ΕΕ χώρα.
Υπήρξαν όμως και άλλες συνέπειες της στάσης των μεγάλων ΜΜΕ σε εκείνο το ιστορικό γεγονός του 2015 των οποίων ο αντίκτυπος ανιχνεύεται και σήμερα. Η εμφανής προπαγανδιστική και εκφοβιστική στάση των ΜΜΕ υπέρ του Ναι, που την υιοθέτησαν επίσης και διαφορετικές πολιτικές δυνάμεις της χώρας, έγινε το ευρύτερο πολιτικό – επικοινωνιακό όχημα όχι μόνο για όσα διαμείφθηκαν πριν το δημοψήφισμα, αλλά και της μετέπειτα συνεργασίας τους στην εφαρμογή του τρίτου μνημονίου, κυρίως όμως στη κοινή στάση τους απέναντι στις πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις που τάχθηκαν με το Όχι. Με άλλα λόγια, όπως τα ΜΜΕ του κύριου ρεύματος ήταν πιο μαχητικά εναντίον του Όχι, αντί να είναι πιο μαχητικά υπέρ του Ναι, έτσι και οι πολιτικές δυνάμεις που τάχθηκαν με το Ναι, έγιναν πολύ περισσότερό ενεργές και μαχητικές εναντίον των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων που τάχθηκαν με το Όχι, έναντι της μαχητικής προβολής των δικών τους θέσεων.
Ως αποτέλεσμα αυτής της αρνητικής, εκφοβιστικής κυρίως στάσης των μεγάλων ΜΜΕ διαμορφώθηκε στη δημοσιότητα, αλλά και ευρύτερα στο δημόσιο λόγο ένα κλίμα αρνητισμού και πόλωσης (που άλλοι θα έλεγαν «τοξικό»), το οποίο τόσο σε πολλά ΜΜΕ όσο πολύ περισσότερο στη δημόσια σφαίρα των νέων Μέσων πήρε μια ακόμα πιο άσχημη μορφή. Πήρε εδώ και καιρό τη μορφή της εκστρατείας (ακριβέστερα πολλών εκστρατειών) δολοφονίας χαρακτήρων. Σ’ αυτές, η κριτική εναντίον μιας άποψης αντικαθίσταται από την ηθική κ.ά. προσβολή του προσώπου στο πρόσωπο του την εκφράζει (ad hominem), αλλά και προσώπων με τα οποία σχετίζεται, περιέχοντας συχνά ψεύδη και παραποιημένες πληροφορίες. Ο στόχος είναι ένας, να εκφοβισθούν τα πρόσωπα αυτά όπως και όσοι παρακολουθούν τις επιθέσεις (ή και bulling) ώστε να μην τολμήσουν ξανά να εκφράσουν γνώμη. Είναι μια ιδιότυπη προσπάθεια επιβολής του γνωστού σε όσους ασχολούνται με την μελέτη των ΜΜΕ, «σπιράλ της σιωπής». Ο εκφοβισμός, η απόπειρα ηθικής εξόντωσης του προσώπου, ώστε να σταματήσει να τοποθετείται για δημόσιες υποθέσεις, η υπακοή του και εν τέλει η υποταγή του στη βούληση των πολιτικών που υποστηρίζουν οι εκφοβιστές. Παρεμπιπτόντως θα διαβάσουμε πολλές διαψεύσεις από “fact – checkers”, αλλά σπανίως, ή και ποτέ, διαψεύσεις ψευδών πληροφοριών που χρησιμοποιούνται στις επιχειρήσεις δολοφονίας χαρακτήρων.
Σε περίπτωση που κάποιος/α διερωτάται αν αυτό είναι πρωτότυπο, η απάντηση είναι όχι. Δεν είναι πρωτότυπο ως προς την ουσία του φαινομένου. Έχει ξαναγίνει αλλά με άλλο τρόπο. Τη δημιουργία του σπιράλ της σιωπής με τη χρήση φυσικής βίας επιχείρησαν και πέτυχαν οι ναζί τη δεκαετία 1930 στη Γερμανία και έτσι, μαζί με άλλα μέσα, πέτυχαν την επικράτηση του ναζισμού. Σήμερα γίνεται κάτι ανάλογο αλλά όχι με τη χρήση φυσική βίας. Γίνεται με τη χρήση συμβολικής ψυχολογικής, και ηθικής βίας.
Κατόπιν αυτού, και με δεδομένη την άνοδο της ακροδεξιάς διεθνώς, στην Ευρώπη και στην Ελλάδα χρειάζεται να αναρωτηθούμε. Εκφασίζεται δηλαδή η ελληνική κοινωνία; Η απάντηση είναι Ναι, και όχι μόνο η ελληνική – αν στη θέση του παλιού φασισμού (του στρατότροπου φασισμού όπως τον αποκαλώ) βάλουμε το νέο φασισμό (τον εταιρότροπο), αυτόν που αποκαλούν πολλοί και «μετα-φασισμό». Η στάση των Μέσων στο δημοψήφισμα σε συνεργασία και με τις πολιτικές δυνάμεις που είχαν και έχουν σχέσεις με αυτά, έπαιξε κομβικό ρόλο, ανεξάρτητα από το γεγονός αν η πρόθεσή τους ήταν αυτή. Στην περίπτωση που οι μεταφασίστες επικρατήσουν δεν τους φερθούν με ιδιαίτερη γαλαντομία. Αν σε άλλες χώρες άλλες συμπεριφορές πολιτικών δυνάμεων και ΜΜΕ έπαιξαν ρόλο, στην Ελλάδα, ρόλο κλειδί έπαιξε η στάση τους στο δημοψήφισμα.
Γιώργος Πλειός, Καθηγητής στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.