Οι λέξεις δεν είναι ουδέτερες. Ο τρόπος με τον οποίο περιγράφουν ένα γεγονός, πρόσωπο ή φαινόμενο περικλείει πολλές φορές και τη σημασία του ή την εξήγησή του. Υπό την έννοια αυτή ο όρος «αντιεμβολιαστές» που χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει όσους δεν δέχονται να εμβολιαστούν στην τρέχουσα συγκυρία, είναι λανθασμένος. Λέει μάλλον περισσότερα για εκείνους που τον χρησιμοποιούν τον και λιγότερα για όσους χαρακτηρίζει ή περιγράφει. Ο όρος είναι λανθασμένος διότι περιγράφει ένα μόνο μέρος από όσους είναι ακόμα συνειδητά ανεμβολίαστοι, αλλά κυρίως διότι εντάσσει τους ανεμβολίαστους που δεν είναι αντιεμβολιαστές στου δεύτερους, και έτσι τους δημιουργεί ως τέτοιους, με αποτέλεσμα να μεγεθύνεται η κατηγορία των αντιεμβολιαστών αλλά και των κοινωνικών και πολιτικών συνεπειών αυτής της μεγέθυνσης. Υπάρχουν πολλοί άλλοι, που μάλλον είναι οι περισσότεροι, οι οποίοι δεν είναι αντιεμβολιαστές αλλά παραμένουν ανεμβολίαστοι για πολλούς άλλους λόγους. Για να το πούμε διαφορετικά, υπάρχουν οι αντιεμβολιαστές ανεμβολίαστοι αλλά υπάρχουν και οι φιλο-εμβολιαστές ανεμβολίαστοι. Με άλλα λόγια μια εμβολιαστική κρίση φαίνεται να υφέρπει, ως αποτέλεσμα της πολιτικής διαχείρισης της διαδικασίας εμβολιασμού, στην εξέλιξη της οποίας παίζει ρόλο όχι τόσο ο αριθμός των ανεμβολίαστων (που φαίνεται να μην είναι μικρός) όσο και εκείνων που αν και εμβολιασμένοι ή στη διαδικασία εμβολιασμού, που αρνούνται την τιμωρητική υποχρεωτικότητα, δηλαδή την κατεξουσιαστική διαχείριση αυτής της διαδικασίας.
Οι αντίπαλοι του εμβολιασμού τουλάχιστον, ως αναγνωρίσιμο μέγεθος, δεν είναι νέο φαινόμενο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι και πολύ παλιό. Για την ακρίβεια είναι προϊόν μιας στάσης, που επεκτάθηκε και σε ζητήματα υγείας, υπό την επίδραση δυο τουλάχιστον παραγόντων. Πρώτον, υπό διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων η οποία οδηγεί στην απονομιμοποίηση της θεσμικής τάξης στα μάτια των κοινωνικά αποκλεισμένων. Δεύτερον, υπό την άφθονη τροφοδοσία αυτής της στάσης με υλικό που παρέχει μια λαϊκότροπη μορφή γνώσης και την οποία παρέχουν αφειδώς τα Μέσα (και) για ζητήματα υγείας. Η γνώση αυτή δίνει τη δυνατότητα σε μορφωτικά και κοινωνικά αποκλεισμένους ή εναντιωμένους να κάνουν «αυτοδιάγνωση» και «αυτοθεραπεία», ιδιαίτερα σε συνθήκες οικονομικής κρίσης και στραγγαλισμού των εισοδημάτων των εργαζομένων. Με άλλα λόγια είναι το προϊόν ανάμειξης μιας κοινωνικο-πολιτιστικής στάσης από τη μια πλευρά με την ημιμάθεια του «μορφωμένου» από τα ΜΜΕ από την άλλη. Το παράδοξο μέσα από το οποίο διαφαίνεται αυτή η διαπίστωση είναι ότι οι αντιεμβολιαστές είναι μεν εμβολιασμένοι οι ίδιοι, αλλά υπό την επιρροή αυτού του μείγματος και της αίσθησης παντοδυναμίας που δίνει η ημιμάθεια αρνούνται τα εμβόλια, όπως και άλλα αγαθά της γνώσης και της επιστήμης, στα παιδιά, ακόμα και στα παιδιά τους, κάτι που εκτός των άλλων είναι και κυνικό, που θυσιάζει την υγεία ή και τη ζωή των παιδιών (τους) χάριν των ιδεολογικών τους εμμονών.
Μια πρώτη, αναγνωρίσιμη ομάδα ανεμβολίαστων είναι οι αντιεμβολιαστές. Στο βαθμό που οι ανεμβολίαστοι είναι αντιεμβολιαστές, τότε αυτή τους η στάση συνιστά εκδήλωση μιας γενικότερης αντίθεσης που τους διακατέχει. Η αρνητική αυτή στάση μπορεί καταρχάς να στρέφεται εναντίον της ίδιας της επιστημονικής γνώσης και εν γένει του πολιτιστικού πλαισίου από το οποίο απορρέει, δηλαδή της νεωτερικότητας, του ορθολογισμού, της διάλυσης της μυστικοπάθειας και της μεταφυσικής στην αντιμετώπιση των γήινων προβλημάτων, της πίστης στη δύναμη των ανθρώπων να επιλύουν δια της γνώσης τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν, πίστης στην πρόοδο, την ελευθερία και την απελευθέρωση από κάθε προκατάληψη, δεισιδαιμονία, αγιοσύνη κοκ, ανεξάρτητα από το ποιοι είναι οι θεσμικοί φορείς της επιστημονικής γνώσης.
Αυτή η κατηγορία ανεμβολίαστων, οι αντιεμβολιαστές, προέρχονται από πολλές πηγές. Όμως στο σύνολό τους, πέρα από τους κοινωνικούς παράγοντες, τους έχουν καλλιεργήσει, ως φαινόμενο και ως μερίδα του πληθυσμού η εκκλησία και το κράτος, μέσα από τη διαπλοκή, τη δοσοληψία και την αλληλο-υποστήριξή τους σε ιδεολογικό και θεσμικό επίπεδο. Αυτή η αλληλο-υποστήριξη κράτους και εκκλησίας εκφράζεται δια της δογματικής διδασκαλία της θρησκείας στα σχολεία καθ’ όλη τη σχολική διαδρομή των παιδιών. Εκφράζεται επίσης όταν τα εξαναγκάζουν με διάφορους τρόπους υποχρέωσης να παρίστανται στη θεία λειτουργία. Κι ακόμα εκφράζεται με την υποχρεωτική βάπτιση, με την συνταύτιση θρησκευτικής πίστης και ιδιότητας του – Έλληνα – πολίτη, με την στενή σχέση στρατού και θρησκείας, όπου ανοίγει καινούργιος κύκλος υποχρέωσης συμμετοχής σε εκκλησιαστικές δραστηριότητες (λ.χ. εκκλησιασμός εντός στρατοπέδου, συμμετοχή στον επιτάφιο, παρελάσεις κατά τις θρησκευτικές εορτές του κράτους ή των πόλεων που υπηρετούν οι στρατιώτες κοκ.), με την ορκωμοσία των βουλευτών μπροστά σε ένα τσούρμο ιερέων, όταν μεταφέρεται το «άγιο φως» το Πάσχα και πολλούς άλλους τρόπους.
Και φυσικά, αυτή η κατηγορία ανεμβολίαστων προετοιμάστηκε δεκαετίες τώρα μέσα από την ποικίλη αναπαραγωγή της στενής σχέσης κοσμικής ζωής και θρησκείας, από τα ΜΜΕ, ιδιαίτερα από την τηλεόραση και το ραδιόφωνο: κατά τη μετάδοση της θείας λειτουργίας (την οποία εγκαινίασε η φασιστική δικτατορία Μεταξά), στα μυθοπλαστικά προγράμματα όπως σειρές, σήριαλ και ταινίες, στις ειδήσεις, κατά τις θρησκευτικές και εθνικές εορτές, οι οποίες μεταδίδονται από ραδιοφώνου και τηλεοράσεως κοκ. Και μην ξεχνάμε ότι τα ΜΜΕ κατέστησαν καθολικό το δικαίωμα της επιλογής, επιβάλλοντας το δίκαιο του καταναλωτή σε βάρος του δικαιώματος του παραγωγού, π.χ. του εργαζόμενου ή του επιστήμονα, ακριβώς αυτό που εκμεταλλεύονται οι νεοφιλελεύθεροι σαμάνοι, συχνά σε αντίθεση προς τα δικαιώματα του πολίτη.
Με δυο λόγια, αυτή η κατηγορία ανεμβολίαστων είναι μεταξύ άλλων παράγωγο μιας μακρόχρονης διαδικασίας στενής διαπλοκής κράτους και εκκλησίας τόσο εκτός ΜΜΕ όσο και εντός και δια των ΜΜΕ. Προϊόν της διαπλοκής κράτους και εκκλησίας που έχει διαπεράσει ιδεολογικά ένα κοινό, συνήθως με μικρότερο μορφωτικό και πολιτιστικό κεφάλαιο, είναι σε μεγάλο βαθμό οι «Ταλιμπάν» της αντι-νεωτερικότητας, στους οποίους ανήκουν οι αντιεμβολιαστές ανεμβολίαστοι, και οποίοι εκδηλώνουν αυτή τους την αντι-νεωτερική και παραδοσιόπληκτη στάση με ποικίλους τρόπους και αφορμές, όπως λ.χ. με επιθέσεις σε πολιτιστικά δρώμενα, σε χώρους πολιτιστικών εκδηλώσεων, σε τεχνολογικές υποδομές κ.λπ. Αυτοί οι χριστιανοί αντι-νεωτεριστές «ταλιμπάν», στην πλειοψηφία τους ανήκουν στην άκρα δεξιά, ανεξάρτητα από το επίπεδο πολιτικής τους δραστηριότητας. Είναι εκείνοι οι οποίοι θα συμφωνούσαν με χαρά στη μετατροπή της χώρας σε ένα χριστιανικό Αφγανιστάν ή έστω σε μια χριστιανική Τουρκία.
Να όμως που η ιστορία δεν έχει συγγραφέα. Αντιθέτως, διαγράφει πολλές και παράξενες διαδρομές, έχει στροφές και αναστροφές, και που το προϊόν της κρατικής ιδεολογίας στη διάρκεια πολλών δεκαετιών έρχεται τώρα να στραφεί εναντίον εκείνων που το δημιούργησαν ηθελημένα ή αθέλητα. Το φιδάκι μεγάλωσε και άρχισε να δαγκώνει επικίνδυνα. Τόσο πολύ που στην προσπάθεια της εξουσίας να το ελέγξει του χάρισε έναν ακόμα υπουργό, αλλά το μόνο που θα πετύχει με τον τρόπο αυτό είναι να ζητήσει το φιδάκι και έναν τέταρτο, έναν πέμπτο κοκ υπουργό, μέχρι που να δει να παίρνει σάρκα ένα χριστιανικό Αφγανιστάν, ή έστω μια χριστιανική Τουρκία.
Μια ιδιαίτερη κατηγορία αντιεμβολιαστών ανεμβολίαστων είναι εκείνοι που έχουν «ντύσει» με κοσμικό μανδύα τις μεταφυσικές τους πεποιθήσεις και εναντίωση στην επιστημονική γνώση και την νεωτερική οπτική του κόσμου. Είναι εκείνοι που ασπάζονται θεωρίες συνωμοσίας, όπως έγινε αναφορικά με την προέλευση και την αντιμετώπιση του κορονοϊού. Στην πραγματικότητα, οι θεωρίες συνωμοσίας δεν φαίνεται να είναι κάτι που πιστεύουν πολλοί εξ αυτών, αλλά κάτι που επικαλούνται προκειμένου να εναντιωθούν στην επιστημονική, κοσμική, νεωτερική προσέγγιση του κόσμου, καθώς καταλαβαίνουν το ανυπόστατο και το αδιέξοδο της μεταφυσικής εναντίωσης στο σύγχρονο, πολύπλοκο, ανεπτυγμένο τεχνολογικά, οικονομικά και γνωστικά κοινωνικό περιβάλλον. Γι’ αυτό και «ντύνουν» με τεχνολογικές, πολιτικές και άλλες θεωρίες συνωμοσίας τις ανορθολογικές αντιλήψεις τους για τον κορονοϊό, το εμβόλιο και τον εμβολιασμό.
Μια άλλη ομάδα ανεμβολίαστων μπορεί να μην έχει μεταφυσικές ή θρησκόληπτες καταβολές, μπορεί να αποδέχεται την επιστημονική γνώση. Αυτή η ομάδα απαρτίζεται από άτομα τα οποία δεν είναι επί της αρχής αντιεμβολιαστές. Η στάση τους, η στάση ανεμβολιασμού, που μάλλον είναι η πολυπληθέστερη και συχνότερη στον κύκλο των ανεμβολίαστων, προέρχεται από τη δυσπιστία ή ενίοτε και από την αρνητική στάση που τρέφουν απέναντι στους θεσμικούς φορείς της επιστημονικής γνώσης. Ιδιαίτερα, ενισχύεται από τη δυσπιστία που τρέφουν έναντι των θεσμικών φορέων της ιατρικής γνώσης είτε αυτή διαχέεται από επιστημονικά σώματα, όπως λ.χ. η επιτροπή την οποία είχε συστήσει το υπουργείο υγείας για τον κορονοϊό, είτε από άλλους επιστημονικούς φορείς, είτε από την πολιτική εκπροσώπηση αυτής της επιστημονικής γνώσης από τον ΓΓΠΠ, τους υπουργούς και τον πρωθυπουργό είτε πιο πρόσφατα από τις εταιρείες που κατασκεύασαν και εμπορεύονται τα εμβόλια κοκ.
Η εκτεταμένη δυσπιστία απέναντι στους επιστημονικούς φορείς και τη διοίκηση του κράτους με την οποία συνεργάζονται, ανεξάρτητα από τον κομματικό ανταγωνισμό, δεν πρέπει να μας ξενίζει σε χώρες σαν την Ελλάδα η οποία επί δυο αιώνες αιωρείται ανάμεσα στην παράδοση και τη σύγχρονη κοινωνία, ανάμεσα στη θεοκρατία και τις κοσμικές αρχές, ανάμεσα στις προλήψεις και δεισιδαιμονίες από τη μια πλευρά και την επιστημονική και εν γένει κοσμική γνώση από την άλλη, ανάμεσα στην δαρβινική και τη θεολογική ερμηνεία της προέλευσης του ανθρώπου, ανάμεσα στο στην επιστημονική γνώση και ορθολογισμό από τη μια και τη θρησκοληψία από την άλλη. Αυτή τη δυσπιστία την καταγράφουν, άλλωστε, πλήθος ερευνών τα τελευταία χρόνια. Οι έρευνες αυτές καταγράφουν τη δυσπιστία των πολιτών προς τους νεωτερικούς θεσμούς, όπως τα ΜΜΕ, τα κόμματα, οι τράπεζες, τα πανεπιστήμια κοκ. Από την άλλη καταγράφουν υψηλά ποσοστά εμπιστοσύνης σε θεσμούς που έρχονται από τα βάθη του μεσαίωνα ή της παράδοσης, όπως η εκκλησία, η αστυνομία, ο στρατός κ.ά. που εμπεριέχουν όπως είχε πει ο κληρονόμος των αρχιχουντικών «κάποια υποχρεωτικότητα», δηλαδή βία είτε σωματική, είτε οικονομική, είτε λεκτική και ψυχολογική.
Η ομάδα αυτή είναι ετερογενής από άποψη ιδεολογικών και πολιτικών προτιμήσεων διότι τη δυσπιστία προς τους επίσημους θεσμούς την τροφοδοτεί είτε ένα καταπιεστικό και αυταρχικό κράτος, είτε νεοφιλελεύθεροι σαλτιμπάγκοι παγερά αδιάφοροι για τη ζωή, την υγεία και τα δικαιώματα όσων είναι κοινωνικά περιθωριοποιημένοι ή ευάλωτοι, είτε κερδοσκοπικές φαρμακευτικές εταιρείες που μετέβαλαν και μεταβάλλουν τον κύκλο ισχύος των φαρμάκων τους και των εμβολίων είτε άλλοι θεσμικοί παράγοντες.
Ωστόσο, πρέπει να σημειώσουμε ότι αυτή τη δυσπιστία την εξέθρεψαν μέρα με τη μέρα, βήμα – βήμα πότε μικρό, πότε μεγάλο, η διαχείριση της πανδημίας και της αντιμετώπισής της, και από την άλλη οι αντιφάσεις και οι παλινωδίες αυτής της διαχείρισης η οποία εκτείνεται από την πρόληψη και τα μέτρα προστασίας μέχρι τον εμβολιασμό. Αυτές οι αντιφάσεις και παλινωδίες περιλαμβάνουν την αρχική εκτίμηση, σύμφωνα με την οποία ο (νέος) κορονοϊός δεν αποτελούσε σοβαρό κίνδυνο, μεγαλύτερο τουλάχιστον από την κοινή γρίπη, το αν είναι απαραίτητη ή όχι η μάσκα, αν μεταδίδουν ή όχι τα παιδιά τον ιό κοκ. Περιλαμβάνουν επίσης τις αντιφάσεις μεταξύ έργων και λόγων, κυρίως των πολιτικά υπεύθυνων για τη διαχείριση και την αντιμετώπιση της πανδημίας, αλλά σε κάποιες περιπτώσεις και των ειδικών επιστημόνων. Το είδαμε στην περίπτωση εκείνη στην οποία ο δήμαρχος Αθηναίων και ανιψιός του πρωθυπουργού διοργάνωσε «πάρτι εγκαινίων» της πλατείας Ομονοίας, με πλήθος ανθρώπων να μην τηρούν τα μέτρα. Ανάλογα έγιναν και κατά τα αποκαλυπτήρια για τους νεκρούς της Marfin την άνοιξη 2020, όπως και κατά τη διέλευση του μουσικού άρματος με την Α. Πρωτοψάλτη στην Ηρώδου Αττικού. Το είδαμε ακόμα όταν καθ’ ύλην αρμόδιος για τη διαχείριση της πανδημίας κυβερνητικό στέλεχος, ήτοι σημαντικός διαμορφωτής κοινής γνώμης επί του ζητήματος, ευρισκόμενος σε κέντρο διασκέδασης, αντί να τηρεί τα μέτρα προστασίας είχε τοποθετήσει μπροστά του εικόνα για «να τον φυλάει από το κακό», ενώ στο μέσο της πανδημίας φιλούσε το χέρι ιερέα. Το είδαμε επίσης όταν η εκπρόσωπος των νοσοκομειακών γιατρών καθόταν ανάμεσα σε πλήθος άλλων προσώπων (και ιερέων), οι οποίοι δεν τηρούσαν τα μέτρα προστασίας από τον κορονοϊό, κατά τη διάρκεια γιορτής ένα βράδυ του Αυγούστου 2021.
Κι όλα αυτά να εκτυλίσσονται μπροστά στα αδηφάγα μάτια των ΜΜΕ, που, παρά τη φιλοκυβερνητική τους στάση, τα κατέγραφε ο μεγεθυντικός φακός τους, και απέναντι να τα παρακολουθεί με απορία ένα πλήθος ανθρώπων που εγκλείστηκαν πάνω από ένα χρόνο στο σπίτι τους, τρομοκρατήθηκαν για τον ιό και τις συνέπειές του, καθώς η πανδημία εξελισσόταν στη χώρα ή σε άλλες χώρες όπως λ.χ. η Ιταλία, έχοντας αυτό το πλήθος καταστραφεί οικονομικά, ενώ γνώρισε προβλήματα επιβίωσης, σωματικής και ψυχικής υγείας, απώλειας κοινωνικών επαφών, εγκατάλειψε επιχειρήσεις, πλήρωσε πρόστιμα, άδικα πολλές φορές, αντιμετώπισε ή είδε να αντιμετωπίζουν άλλοι πολίτες απίστευτη αστυνομική βία με ανορθολογισμό και χωρίς λόγο με πρόσχημα την αντιμετώπιση της πανδημίας κοκ.
Με άλλα λόγια, σε αυτή στη δεύτερη μεγάλη ομάδα ανεμβολίαστων, που περιλαμβάνει τους φιλο-εμβολιαστές ανεμβολίαστους, ή δύσπιστους φιλο-εμβολιαστές, η κρατική εξουσία, οι εταιρείες, η αστυνομία, εν γένει ο κρατικός μηχανισμός, καλλιέργησαν μια επιφυλακτική στάση απέναντι στον εμβολιασμό, στο έδαφος μιας προϋπάρχουσας δυσπιστίας για τους θεσμούς της νεωτερικότητας, η οποία όμως δεν ήταν θρησκόληπτη (ή «ψεκασμένη»).
Αυτές οι δυο ομάδες ανεμβολίαστων, οι αντιεμβολιαστές και οι φιλο-εμβολιαστές, προϊόντα της διαχείρισης της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας για δεκαετίες αλλά και κατά τη διάρκεια της πανδημίας, έρχονται τώρα να αποτελέσουν εμπόδια απέναντι στην ίδια την εξουσία που τις παρήγαγε. Το προϊόν εξεγείρεται απέναντι στον παραγωγό του, η κούκλα απέναντι στη μηχανή στη μηχανή που την έφτιαξε, το αποτέλεσμα απέναντι στην αιτία του. Αυτό είναι κάτι σοκαριστικό, αλλά και ακατανόητο από την πλευρά της εξουσίας, αφού η εξουσία και το κοινό υπό την επιρροή της, είχε συνηθίσει στη λογική του «πάρτα όλα». Είναι λογικό λοιπόν η εξουσία να επιχειρήσει να λύσει το πρόβλημα με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο κάποτε το παρήγαγε. Δηλαδή με την άσκηση οικονομικής και συμβολικής βίας, ή και, πιθανόν, με την άσκηση και σωματικής βίας στη συνέχεια, κάτι που ελπίζω να μην δούμε. Αυτό δεν είναι τίποτα άλλο παρά άσκηση «πολιτικού τσαμπουκά», που μόνο αντίθετα αποτελέσματα μπορεί να προκαλέσει. Καμιά κυβέρνηση δεν πέτυχε το στόχο της μόνο ή κυρίως με τον εξαναγκασμό, χωρίς να κερδίσει «τα μυαλά και τις καρδιές» των ανθρώπων, κι αυτό για σύντομο χρονικό διάστημα, παρ’ εκτός αν ήταν μια ξενική δύναμη.
Με τον τρόπο αυτό, η υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού, με τον τρόπο που την αποφασίζει και εφαρμόζει η πολιτεία, πετυχαίνει μόνο δυο πράγματα: πρώτον πολιτικοποιεί διαιρετικά την αντιμετώπιση της πανδημίας και δεύτερον συσπειρώνει αυτές τις δυο άσχετες μεταξύ τους ομάδες, στις οποίες ενδέχεται να προστεθούν και άλλοι, υπό τη σημαία ενός αιτήματος, το οποίο φαίνεται κατανοητό σε μεγάλο κοινό στην Ελλάδα και το εξωτερικό – του δικαιώματος της επιλογής, της αυτοδιάθεσης, της ελευθερίας, ιδιαίτερα καθώς αυτό το δικαίωμα υποτίθεται είναι στον πυρήνα της νεοφιλελεύθερης σκέψης, κοκ.
Αν επιμείνουμε σε αυτή την κατεύθυνση, η διαδικασία του εμβολιασμού το πιο πιθανό είναι να έχει δυσάρεστη συνέχεια. Σ’ αυτήν περιλαμβάνεται η διόγκωση όσων αντιτίθεται στη υποχρεωτικότητα καθώς και όξυνση αυτής της αντιπαράθεσης, η οποία μπορεί να εκλάβει ποικίλες μορφές. Μπορεί όμως, μεταξύ άλλων, να έχει ως αποτέλεσμα να κρυφτούν οι σκοταδιστές μέσα στο ρεύμα ανθρώπων που αντιστρατεύονται τον αυταρχισμό. Με άλλα λόγια, αυτό που είναι πιθανό να κάνει ο αυταρχισμός είναι να διογκώσει το ρεύμα των ανεμβολίαστων, αλλά και να δίνει άφεση στους θρησκόληπτους σκοταδιστές, τους όποιους εξέθρεψε και κατά τα φαινόμενα αποτελούν πολιτική δεξαμενή της εξουσίας.
Όμως, πέρα από την κυβέρνηση, όσοι συνέβαλαν στη δημιουργία του φαινομένου οφείλουν να πράξουν το χρέος τους. Στη δημιουργία της πρώτης ομάδας έχει συμβάλλει η εκκλησία, αλλά και το κράτος με τη στήριξή της. Έχει χρέος να υψώσει τη φωνή και το ανάστημά της για τη σωτηρία ανθρώπινων ζωών με τα μέσα της επιστήμης. Εντούτοις, όπως φαίνεται, τάσσεται απρόθυμα και δειλά με τον εμβολιασμό, αν και στο βαθμό στον οποία τάσσεται. Το κράτος έχει χρέος να λάβει όλα τα μέτρα να την ωθήσει να το πράξει.
Στη δημιουργία της δεύτερης ομάδας έχει συμβάλλει το ίδιο το κράτος. Οφείλει να αναλάβει τις δικές του ευθύνες πέρα από τις εκκλήσεις, τα δωράκια, αλλά και την αναγκαία πειθώ, προκειμένου να προχωρήσει ο εμβολιασμός. Όμως πολλές πράξεις των κρατικών ιθυνόντων τρέφουν ακόμα τη δυσπιστία. Αν και εισάγει τον υποχρεωτικό εμβολιασμό στους υγειονομικούς, αρνείται, προς ώρας, να κάνει το ίδιο για τους ιερείς (οι οποίοι α προπό είναι δημόσιοι υπάλληλοι), τη στιγμή που έρχονται σε συχνή επαφή με κατ’ εξοχήν ομάδες υψηλού κινδύνου, ενώ ακολουθούν και πρακτικές (λ.χ. μετάληψη) που μπορούν να συμβάλλουν στη διάδοση της πανδημίας. Σε ανάλογες πράξεις οφείλουν να προβαίνουν και όλοι όσοι είναι εκπρόσωποι διαφόρων τμημάτων της κοινωνίας όπως πολιτικά κόμματα, φορείς κ.λπ.
Όμως την μπαγκέτα την κρατά η ηγεσία της χώρας, δηλαδή η κυβέρνηση. Αυτή η κυβέρνηση, αναρριχήθηκε στην εξουσία, μεταξύ άλλων, με το σύνθημα «με ενδιαφέρει η επικοινωνία όχι η ουσία». Αν υπάρχει μια περίσταση στην οποία πρέπει να κάνει χρήση αυτού του μηχανισμού διακυβέρνησης, της επικοινωνίας, αυτή είναι η ανάγκη να πειστούν όσοι δεν εμβολιάστηκαν, να το κάνουν. Το γεγονός ότι οι περισσότεροι ανεμβολίαστοι δεν είναι αντιεμβολιαστές είναι σύμμαχός της. Υπάρχουν πολλά εργαλεία για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο. Τεχνικές πειθούς και προπαγάνδας, διαφήμιση, αξιοποίηση των διαμορφωτών κοινής γνώμης κοκ. Ή δεν τα γνωρίζουν αυτά τα εργαλεία, πράγμα απίθανό, ή δεν τους ενδιαφέρει, παρά μόνο ο εξαναγκασμός. Αν κάποιοι λογάριασαν να χρησιμοποιήσουν την αντιμετώπιση της πανδημίας ως εργαλείο καταστολής και περιορισμού των πολιτικών δικαιωμάτων έκαναν κακό λογαριασμό, τόσο για τη Δημοκρατία όσο και για τον εαυτό τους.
Η διαδικασία του εμβολιασμού ή θα είναι επιστημονικά ορθολογική, κοινωνικά δίκαιη και πολιτικά δημοκρατική ή θα μπει σε αδιέξοδο, με πλήθος υγειονομικές, πολιτικές και άλλες συνέπειες.
Γιώργος Πλειός, Καθηγητής στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ, και Επισκέπτης Καθηγητής στο Τμήμα Κοινωνιολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών