Η φράση «από τα Lidl» έχει καταστεί στην ελληνική διαδικτυακή δημόσια σφαίρα, κυρίως στο Facebook και το Twitter, συνώνυμο της φτηνής, πρόχειρης απομίμησης, της απομίμησης χαμηλής ποιότητας. Σαν να λέμε «κινέζικο» με τη μεταφορική, όμως, σημασία του όρου. Κι ενώ ο όρος «κινέζικο» αναφέρεται, πάντα μεταφορικά, στα πάσης φύσεως χαμηλής ποιότητας προϊόντα απομίμησης όπως ρούχα (κυρίως), οικιακά είδη, εργαλεία, αυτοκίνητα κ.ά. ο επίσης μεταφορικός όρος «από τα Lidl» αναφέρεται όχι μόνο σε χαμηλής ποιότητας προϊόντα αλλά και σε χαμηλής ποιότητας απομιμήσεις σε ανθρώπινες ιδιότητες και χαρακτηριστικά. Έτσι λένε κάποιοι για «βασιλόπιτα από τα Lidl.. Για να δώσεις το κομμάτι του Χριστού αυτοπροσώπως», για «τροφή σκύλου από τα Lidl…γιατί ποιος χρειάζεται σκύλο», για «πιστολάκι από τα Lidl. για όσους παίζουν Ρώσικη ρουλέτα» κ.ά. αλλά μιλάνε επίσης για «χιούμορ από τα Lidl», για «ηθική από τα Lidl», για «Βαρουφάκη από τα Lidl (o Χαϊκάλης)», αλλά και για «αριστερά από τα Lidl» κοκ. Η διάδοση των φτηνών απομιμήσεων, των προϊόντων «από τα Lidl» γίνεται μια ευρέως καθιερωμένη πρακτική για πληθυσμούς που αμείβονται χαμηλά και συνεπώς μόνο με φτηνά σε ποιότητα και τιμή προϊόντα μπορούν να ικανοποιήσουν τις στοιχειώδεις ανάγκες τους. Το ξέρουν καλά αυτό οι Έλληνες και άλλοι μετανάστες στη Γερμανία, από όπου και τα Lidl, ή όπως τους λένε μάλλον υποτιμητικά στα γερμανικά, οι «γκαστ-αρμπάϊτερ». Το ξέρουν καλά οι μετανάστες που εδώ και αρκετά πλέον χρόνια εργάζονται στην Ελλάδα με εξευτελιστικές αμοιβές – οι Αλβανοί, Βούλγαροι, Ρώσοι κ.ά. οικονομικοί πρόσφυγες από τις χώρες του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού στον καπιταλιστικό «παράδεισο». Ωστόσο τα προϊόντα «από τα Lidl» τα μαθαίνουν πλέον καλά ευρύτατα στρώματα του πληθυσμού σε συνθήκες κρίσης και συμπίεσης των εισοδημάτων τους. Δεν είναι καθόλου τυχαίος ο πολλαπλασιασμός των καταστημάτων Lidl από την αρχή της κρίσης στις αρχές της δεκαετίας 2010 μέχρι και σήμερα. Ακόμη περισσότερο δεν είναι καθόλου τυχαίος ο πολλαπλασιασμός των επισκεπτών και των χρημάτων που δαπανούν στο συγκεκριμένο σουπερμάρκετ σε σχέση με τις δαπάνες τους στα υπόλοιπα σουπερμάρκετ. Έτσι, για σημαντικό μέρος του πληθυσμού τόσο ημεδαπών όσο και αλλοδαπών (κάτι που από μόνο του έχει ενδιαφέρον σαν σημείο ίσης συνάντησης των δυο αυτών κατηγοριών πληθυσμού που δεν συμβαίνει με την ίδια δύναμη αλλού), η υλική τους ζωή έχει πλέον γίνει «ζωή από τα Lidl». Ζωή στην οποία καταναλώνουν κρέατα, λαχανικά, φρούτα, γαλακτοκομικά, χαρτικά, ζυμαρικά, αλκοολούχα ποτά κ.ά. προϊόντα, χαμηλής τιμής αλλά και χαμηλής ποιότητας, ετερώνυμα αντίγραφα γνωστών μαρκών.
Η κρίση συνήθισε πολλούς, στην πράξη διαρκώς περισσότερους, να ζουν με φτηνά αντίγραφα γνωστών μαρκών. Τους συνήθισε να ζουν στο περιθώριο, στις γωνιές της ζωής, απ’ όπου να παρατηρούν, τα πρωτότυπα προϊόντα και όσους τα αγοράζουν και τα καταναλώνουν, προσπαθώντας από ντροπή και αίσθημα μειονεξίας να κρύψουν τα δικά τους αντίγραφα. Κυρίως τους συνήθισε να μην έχουν τη δική τους πυξίδα σε μια τόσο σημαντική πράξη στο σύγχρονο καπιταλισμό, όπως είναι η πράξη της κατανάλωσης, αλλά κοιτούν συνεχώς δίπλα, στον κόσμο των πρωτότυπων, και να τον αντιγράφουν. Να αντιγράφουν όχι μόνο και όχι τόσο προϊόντα όσο νοοτροπίες, συμπεριφορές και αξίες, που αφού δεν μπορούν να ικανοποιήσουν με τα πρωτότυπα, προσπαθούν με τα αντίγραφα. Τους συνήθισε να ζουν διαρκώς όχι τη δική τους ζωή αλλά τη ζωή κάποιων άλλων, ευκατάστατων και «καθωσπρέπει», νοιώθοντας ενοχικά και μειονεκτικά γι’ αυτό.
Όμως χειρότερο και από αυτό είναι όχι τόσο το ότι στα χρόνια της κρίσης οι χειμαζόμενοι πληθυσμοί περιορίζονται σε υλικά αγαθά, αλλά και σε πνευματικά, κοινωνικά, πολιτικά και πολιτιστικά αγαθά «από τα Lidl». Ταινίες που όχι μόνο τις βλέπουν φτηνά στο διαδίκτυο ή στην τηλεόραση αλλά είναι και φτηνές απομιμήσεις σπουδαίων ταινιών. Μουσική που είναι φτηνή ή δωρεάν αλλά γι’ αυτό πάλι είναι κακέκτυπο αντίγραφο τη λαϊκής, δημοτικής, ή ακόμα και της ξένης μουσικής. Ειδήσεις που κι αυτές είναι δωρεάν αλλά τόσο φτηνές που με το ζόρι τις ανακαλεί κάποιος στη συζήτηση. Ειδήσεις που είναι γεμάτες ψεύδη ή παρατραβηγμένα γεγονότα, στερεότυπα, ιδίως ρατσιστικής κι σεξιστικής φύσης, φτηνό χιούμορ και εν γένει πολύ περιορισμένη λεκτική επάρκεια, ειδήσεις που αντί να διαφωτίζουν συσκοτίζουν ακόμα περισσότερο τον αμαθή και ιδίως τον ημιμαθή νου. Κι ακόμα χειρότερα, πληροφόρηση για κρίσιμα ζητήματα, όπως είναι τα ζητήματα υγείας, από κομπογιαννίτες ή αμούστακα πληκτρολόγια που κυνηγάνε τα 300 € το μήνα με την προϋπόθεση πως θα ανεβάσουν 30 – 40 τέτοια σκουπιδένια άρθρα την ημέρα, αδιαφορώντας για τη ζωή των άλλων γιατί προέχει η δική τους και του «αφεντικού», και κυρίως χωρίς επιλογή, χωρίς στοιχειώδη προστασία για να μπορούν να έχουν δικαίωμα στην επιλογή. Και η συνέχεια είναι μεγάλη. Εκμάθηση ξένων γλωσσών «από τα Lidl», πληροφορίες για τις ανθρώπινες σχέσεις (γονιών – παιδιών, συζύγων, συναδέλφων κ.λπ.) «από τα Lidl», ιστορικές «γνώσεις» «από τα Lidl» (συνήθως φουλ στον εθνικισμό και τη ρατσιστική προκατάληψη) κοκ.
Με άλλα λόγια η φτώχεια ως συνέπεια της κρίσης, καθώς και η αλματώδης αύξηση στη χρήση των νέων μέσων, επίσης ως συνέπεια της κρίσης, σε συνδυασμό με την κατάρρευση του ελέγχου και των ρυθμιστικών πλαισίων που έθετε παλιά η επιστήμη χρησιμοποιώντας το κράτος, σε ότι φορά την παραγωγή αλλά κυρίως τα στάνταρτς των διακινούμενων υλικών και πνευματικών αγαθών που απαίτησαν και απαιτούν οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές, οδήγησαν και οδηγούν ένα διαρκώς αυξανόμενο μέρος του πληθυσμού να ζει μια ζωή «από τα Lidl». Και το κακό είναι ότι αυτή η «ζωή από τα Lidl» δεν περιορίζεται μόνο στα υλικά και πνευματικά αγαθά αλλά επεκτείνεται και στα ατομικά, πολιτικά και κοινωνικά μας δικαιώματα. Με άλλα λόγια ένα διαρκώς αυξανόμενο μέρος του πληθυσμού συνηθίζει να ζει με ελευθερίες που μοιάζουν αλλά δεν είναι ελευθερίες, με λόγο στη λήψη των αποφάσεων στη ζωή του που είναι μάλλον διακοσμητικός, αλλά και με κοινωνική ασφάλεια που είναι παρωδία. Με άλλα λόγια, χωρίς να το καταλαβαίνει συνηθίζει να ζει σε αόρατες φαβέλες, ενώ νομίζει πως ζει σε κανονικές συνοικίες, πόλεις και γειτονιές.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Γέρα”, στο τεύχος Ιανουαρίου – Μαρτίου 2017