Ο ρόλος των ΜΜΕ στα δημοψηφίσματα είναι πολύπλευρος. Γι’ αυτό η παροχή αξιόπιστων πληροφοριών, ώστε να είναι επαρκώς ενημερωμένο το εκλογικό σώμα, είναι ζωτικής σημασίας σε μια δημοκρατική διαδικασία. Τα ΜΜΕ μπορούν να επηρεάσουν τα αποτελέσματα ενός δημοψηφίσματος με πολλούς τρόπους. Μπορούν να το κάνουν λ.χ. πλαισιώνοντας τα ζητήματα που σχετίζονται με το δημοψήφισμα (αν ήταν ορθή η προκήρυξή του, αν συνιστά όντως μορφή άμεσης δημοκρατίας και λαϊκής συμμετοχής, αν και ποιες θα είναι οι συνέπειες από την επικράτηση της μιας ή της άλλης επιλογής κ.ο.κ.), δίνοντας έμφαση στην ανάδειξή τους ως σημαντικών ειδησεογραφικών θεμάτων, επιλέγοντας τα πρόσωπα που θα μιλήσουν για αυτά τα ζητήματα, αλλά και χρησιμοποιώντας διάφορες λεκτικές και οπτικοακουστικές στρατηγικές δραματοποίησης
Ωστόσο τα Μέσα δεν λειτουργούν πλέον ως απλοί αγωγοί διοχέτευσης των απόψεων των αντιμαχόμενων πλευρών στα ακροατήρια. Καταρχάς, επιλέγουν (λίγο έως πολύ) πλευρά, όχι μόνο με τη ρητή διατύπωση της θέσης τους αναφορικά με το ερώτημα ενός δημοψηφίσματος αλλά και με τον συνολικό τους λόγο, όπως λ.χ. έγινε στο δημοψήφισμα για το Brexit ή στο ελληνικό δημοψήφισμα του 2015. Κατά δεύτερο, το κάνουν με την επιλογή θεματολογίας, που ως τέτοια ευνοεί περισσότερο τη μία πλευρά του δημοψηφισματικού ερωτήματος ή εξασθενεί την αντίπαλή της. Το πράττουν, τέλος, με πλήθος ρηματικών στρατηγικών (λ.χ. πλαισίωση, δραματοποίηση, επιλογή ομιλουσών κεφαλών κ.ά.).
Συνεπώς τα Μέσα απομακρύνονται από τον ρόλο του αμερόληπτου παρατηρητή και καταλαμβάνουν τη θέση του «βοηθού» ή του συμπρωταγωνιστή ορισμένου πολιτικού φορέα στο δημοψήφισμα. Συντελείται ή ενισχύεται, λοιπόν, μια διαδικασία ώσμωσης μεταξύ της πολιτικής εξουσίας που έχουν οι πολιτικοί φορείς και της συμβολικής που διαθέτουν τα Μέσα. Η εξέταση πρόσφατων δημοψηφισμάτων σε ορισμένες χώρες – μέλη της ΕΕ (σε Ιρλανδία, Μ. Βρετανία, Ιταλία), που παρατίθεται στο βιβλίο, κατέδειξε πως ισχύει, ό,τι και για άλλες εκλογικές διαδικασίες: ο ρόλος των ΜΜΕ είναι κομβικός, όπως συμβαίνει στις κοινωνίες των Μέσων. Αυτό παρατηρείται όμως εντονότερα σε δημοψηφίσματα που αφορούν κατά κάποιον τρόπο την Ε.Ε. Το γεγονός ότι η επίταση της λογικής των Μέσων παρατηρήθηκε εντονότερα σε δημοψηφίσματα που αφορούν την Ε.Ε. συνέβη κατ’ εμάς για δυο λόγους. Πρώτον επειδή η σχέση των χωρών – μελών με την Ένωση και η θέση τους σε αυτήν, καθώς και η πορεία της επιτελούν κομβικό ρόλο στη διαχείριση των οικονομικών και των πολιτικών υποθέσεων στις προαναφερθείσες χώρες, ιδιαίτερα σε περίοδο κρίσης και αστάθειας. Δεύτερον επειδή η απόσταση των πολιτών από τα όργανα διεύθυνσης της ΕΕ είναι πολύ μεγάλη, διαμεσολαβείται δε από πολλά ενδιάμεσα όργανα και συνιστά μια δύσκολα αντιληπτή πραγματικότητα από τους πολίτες, γεγονότα που επιτρέπουν μεγάλα περιθώρια δράσης των Μέσων για την πληροφόρηση του πολίτη.
Το ελληνικό δημοψήφισμα του 2015 διεξήχθη σε ένα περιβάλλον αφενός με μικρή δημοψηφισματική εμπειρία αφετέρου στο οποίο τα Μέσα διαδραμάτισαν πολλαπλώς πρωταγωνιστικό ρόλο, όπως άλλωστε συνέβη με τα δημοψηφίσματα σε άλλες χώρες της Ε.Ε. και σε σχέση με την ίδια την Ένωση, αλλά με διαφορετικό τρόπο σε σύγκριση με δημοψηφίσματα σε χώρες – μέλη της ΕΕ για ζητήματα που αφορούν με κάποιον τρόπο την ΕΕ.
Τα ελληνικά Μέσα κάθε άλλο παρά στάση ουδετερότητας και αμεροληψίας τήρησαν στο δημοψήφισμα του 2015, τόσο που ήταν ορατό διά γυμνού οφθαλμού. Η εμπειρική έρευνα που παρατίθεται αναλυτικά κατέγραψε ότι με μικρές εξαιρέσεις, σχεδόν το σύνολο των τηλεοπτικών σταθμών τάχτηκε υπέρ «Ναι». Η στάση που υιοθέτησαν οι εφημερίδες ήταν ανάλογη του πολιτικού τους προσανατολισμού, ενώ στο πεδίο των ενημερωτικών ιστοτόπων δύο –δημοφιλείς– υιοθέτησαν μια στάση ανάμεσα σε εκείνη των τηλεοπτικών σταθμών και των εφημερίδων που τάχτηκαν με το «Ναι». .
Η στράτευση των ΜΜΕ κατά την προ-δημοψηφισματική περίοδο πραγματοποιήθηκε με διάφορους τρόπους. Καταρχάς, με την έντονη προπαγανδιστική δραστηριότητα των περισσότερων παρουσιαστών των τηλεοπτικών σταθμών και άλλων Μέσων του κύριου ρεύματος που ήταν υπέρ του «Ναι». Δεύτερο, με την επιλογή συγκεκριμένων εκπροσώπων κοινωνικών φορέων ως «ομιλουσών κεφαλών», ώστε να φαίνεται στους τηλεθεατές ότι η πλειονότητα της ελληνικής κοινωνίας συντασσόταν με το «Ναι». Τρίτο, με τη χρήση ως πεδίου προ-δημοψηφισματικής αντιπαράθεσης των διαδικαστικών ζητημάτων περί την οργάνωση του δημοψηφίσματος. Τέταρτο, με την ανάδειξη των πιθανών επιπτώσεων του δημοψηφίσματος, και κυρίως του «Όχι», που θα μπορούσαν να έχουν άμεσες και ισχυρές αρνητικές επιπτώσεις στην καθημερινότητα των Ελλήνων πολιτών ή στην εθνική τους ταυτότητα.
Σε κάθε περίπτωση αποτυπώθηκαν δύο είδη «Ναι», όπως και δύο είδη «Όχι. Μια κατηγορία του «Ναι» ήταν εκείνη που συμφωνούσε αρκετό καιρό νωρίτερα με αυτή τη θέση, δηλαδή για λόγους ιδεολογικούς και αξιακούς. Υπήρξε όμως και ένα «Ναι», το οποίο δημιουργήθηκε ως αντίθεση προς το «Όχι». Το ανάλογο ίσχυσε και για το «Όχι». Ένα «Όχι» προέκυψε από τη συμφωνία προς το περιεχόμενο της απάντησης «Όχι» όπως ορίστηκε στο ψηφοδέλτιο του δημοψηφίσματος και ένα άλλο –διαφορετικό– τροφοδοτήθηκε από την έντονη αντίθεση προς το «Όχι» όσων, ιδιαίτερα στη δημόσια σφαίρα, συντάχθηκαν με το «Ναι». Με άλλα λόγια πρόκειται για ένα «Όχι» που δημιουργήθηκε κυρίως από την αντίδραση των εκπροσώπων του «Ναι» στο αξιακό/ιδεολογικό πρόσημο του «Όχι».
Ωστόσο, η στράτευση των Μέσων δεν ήταν το μόνο ή το πιο σημαντικό στοιχείο που παρατηρήθηκε κατά την προ-δημοψηφισματική περίοδο 2015. Η στράτευση άλλωστε προϋπήρχε. Πιο σημαντική ήταν η αρνητική και συχνά επιθετική στάση όσων υποστήριζαν το «Ναι» εναντίον των υποστηρικτών του «Όχι» και της κυβέρνησης που αποφάσισε το δημοψήφισμα, η οποία στάση ήταν πιο εκτεταμένη και πιο έντονη σε σύγκριση με τη θετική τους στάση υπέρ του «Ναι».
Σε αυτό το περιβάλλον θα μπορούσε κάποιος να πει ότι την έντονη και πιεστική αρνητική στάση κατά του «Όχι» και υπέρ του «Ναι» την ανέλαβαν Μέσα που ήταν ήδη «δυσφημισμένα» σε ό,τι αφορά την αμεροληψία τους. Συνεπώς, υπήρχε ένα τείχος δυσπιστίας και αρνητισμού απέναντί τους, το οποίο η προπαγανδιστική στάση τους (συχνά με τη χρήση σκληρών τεχνικών προπαγάνδας όπως ο εκφοβισμός) όχι μόνο δεν μπορούσε να διαπεράσει, αλλά αντίθετα το έκανε ακόμη πιο ισχυρό και αδιαπέραστο. Παρά ταύτα, δεν είναι το μόνο πιο σημαντικό στοιχείο από τη στάση μεροληψίας και στράτευσης που υιοθέτησαν τηλεοπτικοί σταθμοί, εφημερίδες και ενημερωτικοί ιστότοποι που υποστήριξαν το «Ναι». Ακόμη πιο ενδιαφέρον είναι ότι το έκαναν με τρόπο πιεστικό, έντονα προπαγανδιστικό και συχνά χρησιμοποιώντας μια παλιά τεχνική προπαγάνδας, τον εκφοβισμό. Κατά τη γνώμη μας, αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί τυχαίο.
Ως αποτέλεσμα, φαίνεται πως έλαβε χώρα ένα φαινόμενο παρόμοιο με αυτό που παρατηρήθηκε κάποιες φορές στην αρνητική πολιτική διαφήμιση, δηλαδή παραγωγή αποτελέσματος αντίστροφου από το σκοπούμενο. Το είδαμε στο πρόσφατο παρελθόν στην αρνητική πολιτική διαφήμιση που χρησιμοποιήθηκε έντονα από τη Ν.Δ. στην προεκλογική εκστρατεία του Ιανουαρίου του 2015, από τον ΣΥΡΙΖΑ στις προεκλογικές εκστρατείες του 2019 και του 2023 και παλιότερα, το 2000, πάλι από τη Ν.Δ., οπότε και είχε αντίστοιχα αποτελέσματα περισσότερο αρνητικά παρά θετικά υπέρ του κόμματος που το επιχείρησε.
Θεωρούμε λοιπόν ότι δημιουργήθηκε το φαινόμενο μπούμερανγκ το οποίο προκάλεσε τον μεγάλο σε έκταση και αντίθετο προς τη στάση των ΜΜΕ του κύριου ρεύματος, προσανατολισμό των ψηφοφόρων τη μέρα του δημοψηφίσματος. Η άσκηση έντονης εκφοβιστικής προπαγανδιστικής πίεσης από Μέσα που λίγο έως πολύ προκαλούσαν δυσπιστία σε σημαντικό μέρος του κοινού ξεπέρασε κατά πολύ το όριο των ψηφοφόρων της κυβέρνησης που αποφάσισε το δημοψήφισμα. Έτσι, μπορεί τα ΜΜΕ να επηρέασαν καθοριστικά το ελληνικό δημοψήφισμα του 2015, αλλά με πολύ διαφορετικό τρόπο σε σύγκριση με δημοψηφίσματα για ευρωπαϊκά θέματα σε άλλες χώρες – μέλη.
Ένα εκ των αποτελεσμάτων συνολικά αυτής της εξέλιξης ήταν και η «σκλήρυνση» της εξάρτησης των ΜΜΕ του κύριου ρεύματος από την πολιτική εξουσία.