Στην Ελλάδα, «η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση… Οι καθηγητές των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων είναι δημόσιοι λειτουργοί», ενώ «όλοι οι Έλληνες έχουν δικαίωμα δωρεάν παιδείας, σε όλες τις βαθμίδες της». Έτσι τουλάχιστον αναφέρεται στο άρθρο 16 του Συντάγματος. Αν αυτό είναι ένας ξεπερασμένος ή περιττός φορμαλισμός θα το δούμε στη συνέχεια.
Όπως γνωρίζουν επαΐοντες και μη, κατά βάση το κράτος (δηλαδή ο κρατικός προϋπολογισμός) καταβάλλει τους μισθούς των καθηγητών και του υπόλοιπου προσωπικού των ΑΕΙ, καθώς και τα λειτουργικά έξοδα των ΑΕΙ. Κι αν οι μισθοί καταβάλλονται κατευθείαν από το κράτος, οι υπόλοιπες δαπάνες εξασφαλίζονται και την με την διαχείριση των αυτοδιοικούμενων ΑΕΙ, κάτι που επιτρέπει στο κράτος να κάνει περικοπές, συχνά μεγαλύτερες από τις περικοπές στους μισθούς. Γεγονός που σημαίνει ότι τα αυτοδιοικούμενα πανεπιστήμια θα πρέπει να «κόψουν το λαιμό τους», να βρουν δηλαδή άλλες πηγές για να καλύψουν αυτές τις ανάγκες ή να περικόψουν τις ανάγκες τους, ακόμα και πέρα από το επιτρεπτό όριο (π.χ. ήταν αστείο να υπάρχει δια ροπάλου τήρηση των μέτρων κατά του κορονοϊού αλλά το μέτρο αυτό να μην τηρείται ή να μην τηρείται όπως έπρεπε μέσα στα αμφιθέατρα. Επίσης πόσα συνέδρια στο εξωτερικό, με υψηλό κόστος ζωής, μπορεί να χρηματοδοτήσει ένας καθηγητής όταν μάλιστα χρησιμοποιούνται ως τυπικό προσόν για την εξέλιξή του κοκ κοκ ).
Βεβαίως, τα τελευταία χρόνια έχουν προστεθεί και άλλες πηγές χρηματοδότησης των (κρατικών) ΑΕΙ, το μερίδιο των οποίων αυξάνεται με το πέρασμα του χρόνου, βοηθούσης βεβαίως της μεγάλης περικοπής της χρηματοδότησης των ΑΕΙ, που οφείλεται είτε στις μνημονιακές υποχρεώσεις της χώρας, είτε σε ιδεολογικές εμμονές είτε σε ιδεολογικές εμμονές που χρησιμοποιούν ή δημιουργούν το πρώτο ως πρόσχημα. Τέτοιες είναι τα διάφορα ερευνητικά προγράμματα, άλλα ευρωπαϊκά κονδύλια, δίδακτρα σε μεταπτυχιακά προγράμματα και ξενόγλωσσα προπτυχιακά, πωλήσεις προϊόντων και υπηρεσιών (λ.χ. διάφορα αναμνηστικά) και αξιοποίηση της δημόσιας πανεπιστημιακής περιουσίας (λ.χ. ενοικιάσεις χώρων που διαθέτει, σε τρίτους, αλλά ακόμα και για ακαδημαϊκές δραστηριότητες των καθηγητών τους!).
Συνεπώς, τα κρατικά πανεπιστήμια δεν είναι πλέον και τόσο κρατικά, αλλά μέσα από χαραμάδες και πόρτες έχει εισβάλλει σταδιακά η λογική της εμπορευματοποίησης και της ιδιωτικοποίησης. Κι αυτό διακρίνεται ακόμα περισσότερο σε κάποιες άλλες πτυχές της λειτουργίας τους. Όπως για παράδειγμα στο γεγονός ότι οι οικογένειες καταβάλλουν υψηλό τίμημα σε φροντιστήρια και ιδιαίτερα μαθήματα προκειμένου να εισέλθουν τα παιδιά τους στα πανεπιστήμια, πρόβλημα το οποίο επιτείνει η ανεπαρκής ανάπτυξη της τεχνικής εκπαίδευσης, λόγω ανεπαρκούς ανάπτυξης του δευτερογενούς τομέα – γι’ αυτό και κατ’ ουσίαν πολλαπλής εξάρτησης της χώρας. Έτσι, μπορεί η φοίτηση στα ελληνικά ΑΕΙ, δηλαδή η είσοδος στα αμφιθέατρα να είναι δωρεάν, όμως το «εισιτήριο» για να μπουν σ’ αυτά είναι πολύ ακριβό. Ή, για παράδειγμα, στην αναγκαστική αγορά των υπόλοιπων βιβλίων εκ μέρους των φοιτητών, ή την εκτύπωση σημειώσεων, πέρα από το ένα και μοναδικό σύγγραμμα που χορηγείται – κάτι που είναι περισσότερο διαδεδομένο στα τμήματα των κοινωνικών επιστημών. Ή για παράδειγμα στο γεγονός ότι πρέπει να πληρώνουν υψηλό κόστος σύνδεσης στο διαδίκτυο κ.λπ. Ή, φαίνεται ακόμα στις δαπάνες διαβίωσης των φοιτητών, ειδικά αν οι φοιτητές σπουδάζουν μακριά από τόπο κατοικίας τους.
Στα 30 και πλέον χρόνια που διδάσκω σε ελληνικά πανεπιστήμια παρατήρησα ότι παλιότερα οι φοιτητές ξεκινούσαν να εργάζονται στο τελευταίο έτος της τυπικής διάρκειας των σπουδών τους ή στα έτη που τους έμεναν μέχρι να πάρουν το πτυχίο τους μετά από αυτήν. Εδώ και πολλά χρόνια, παρατηρώ ότι πάρα πολλοί εργάζονται ήδη από το πρώτο έτος, καθώς το οικογενειακό εισόδημα δεν αρκεί για να καλύψει τη διαβίωση και συνεπώς τις σπουδές τους. Τους συναντώ σε αεροπλάνα, πολυκαταστήματα, φούρνους κ.ά. Φυσικά τι είδους σπουδές κάνει κάποιος που πρέπει να εργάζεται με εξοντωτικά ωράρια και άθλια αμοιβή είναι άλλο ερώτημα, όπως κι αν με αυτόν τον τρόπο μπορεί να ολοκληρώσει σε σύντομο χρονικό διάστημα τις σπουδές του με τη δαμόκλειο σπάθη της διαγραφής να κρέμεται πάνω από το κεφάλι του.
Όπως έχω πει κι άλλες φορές πριν από οποιαδήποτε άλλη μεταρρύθμιση στις πανεπιστημιακές σπουδές θα έπρεπε να γίνει μία. Μόνο μία. Να είναι υποχρεωτική η παρακολούθηση μαθημάτων, σεμιναρίων, εργαστηρίων κ.λπ., όπως συμβαίνει σε πολλές χώρες σε κρατικά (λ.χ. στα κρατικά πανεπιστήμια της Κύπρου, που επικαλούνται διάφοροι), και ιδιωτικά πανεπιστήμια, τα οποία συχνά επικαλούνται οι θιασώτες των ιδιωτιών ΑΕΙ. Αυτό θα ανεδείκνυε ανάγλυφα μεγάλο μέρος των προβλημάτων των πανεπιστημίων. Την έλλειψη κτιρίων και αιθουσών, εργαστηριακών χώρων διδασκαλίας και άλλων, καθηγητών και άλλων κατηγοριών διδακτικού προσωπικού, διοικητικού προσωπικού κ.λπ., και φυσικά την έλλειψη πόρων διαβίωσης των φοιτητών (φοιτητική κατοικία, διατροφή κ.ά.) που θα έπρεπε να με κάποιο τρόπο να καλυφθεί τουλάχιστον για όσους σπουδάζουν μακριά από τον τόπο κατοικίας τους. Και τότε τι θα γινόταν; Θα ήταν δύσκολο να πει η εκάστοτε κυβέρνηση «δεν κάνω τίποτα», θα ήταν δύσκολο να μην κάνει τίποτα, ιδιαίτερα καθώς αυτές οι πληροφορίες θα γίνονταν κοινός τόπος και η πίεση διαφόρων ομάδων πίεσης θα αυξάνονταν δικαιολογημένα. Ναι, η κατ’ επιλογή συμμετοχή σε μεγάλο μέρος των εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων αποτελεί συνθήκη που υποβοηθά την υποχρηματοδότηση της ανώτατης εκπαίδευσης.
Ωστόσο, όπως γίνεται εμφανές από τα πιο πάνω δεν υφίσταται πρακτικά η διάζευξη κρατικά – ιδιωτικά ΑΕΙ. Αντίθετα, θα πρέπει να φανταστούμε αυτή τη σχέση ως μια διαδικασία, στην οποία σταδιακά, με το πέρασμα του χρόνου εισέρχεται στα κρατικά ΑΕΙ με διαφόρους τρόπους όλο και περισσότερο η πρακτική της εμπορευματοποίησης και της ιδιωτικοποίησης και φυσικά νομιμοποιείται η αντίστοιχη λογική που βρίσκεται πίσω από αυτήν. Συνεπώς, λογικά αναρωτιούνται κάποιοι μήπως είναι καλλίτερο να υπάρχουν ιδιωτικά πανεπιστήμια, ώστε, ενδεχομένως, να κοστίζουν λιγότερο στην οικογένεια ή τον φοιτητή οι σπουδές των παιδιών τους. Λογικά σκέφτονται ότι έτσι θα αποφύγουν τις δαπάνες για φροντιστήρια κ.ά. συναφή, τις δαπάνες για ενοίκιο και διατροφή κοκ. Για να το πούμε διαφορετικά, η πρόταση για τη δημιουργία ιδιωτικών ΑΕΙ δεν (θα) είναι η αιτία για τη δημιουργία τους (αν και οψέποτε γίνει), αλλά το αποτέλεσμα, η ρηματική λεκτική διατύπωση της διευρυνόμενης διαδικασίας ιδιωτικοποίησης που συντελείται εδώ και πολλά χρόνια (αν ποτέ ήταν ασθενής μέχρι αδιόρατου).
Πονηρά ποιούντες, οι θιασώτες των ιδιωτικών πανεπιστημίων δεν χρησιμοποιούν αυτόν τον όρο («ιδιωτικά πανεπιστήμια») αλλά τον όρο «μη κρατικά». Τρία όμως ιδιοκτησιακά καθεστώτα μπορεί να έχουν τα «μη κρατικά»: α) να ανήκουν και διοικούνται από άλλους φορείς που εκπροσωπούν το δημόσιο συμφέρον (π.χ. ΟΤΑ) ή άλλους συναφείς οργανισμούς (π.χ. εκκλησία. Γιατί όχι; Γιατί θα μπορεί να ιδρύει πανεπιστήμιο λ.χ. η εταιρεία ψησταριών «Βρυώνης» και όχι η εκκλησία; ). Εδώ το κόστος και άλλες προϋποθέσεις (λ.χ. πολλαπλότητα σχολών αποτελεί εμπόδιο) β) σε φορείς της κοινωνίας πολιτών (λ.χ. συνδικάτα, πολιτικά κόμματα – κι όσοι χαμογελάσουν, το ερώτημα εδώ είναι «γιατί όχι;», γιατί θα μπορεί μια εταιρεία να ιδρύει πανεπιστήμιο και όχι ένα πολιτικό κόμμα; Σημασία δεν έχουν οι κανόνες που διέπουν τη λειτουργία τους; – κ.ά.). Ομοίως και εδώ υπάρχουν τα αντίστοιχα εμπόδια και γ) ιδιωτικές εταιρείες (Α.Ε., ΕΠΕ, ΟΕ, ΚΟΙΝΣΕΠ, ΙΚΕ –δεν το αποκλείω καθόλου καθώς έτσι γίνονται πολλές «καλές» δουλειές – είναι θέμα που θα κληθεί, αν κληθεί όσο ισχύει το άρθρο 16 να αντιμετωπίσει ο νόμος). Κι ας δούμε τώρα μερικές πτυχές αυτής της επιλογής που μοιάζει περισσότερο με επιλογή σε νεοφιλελεύθερης λογικής βιντεοπαιχνίδι παρά σοβαρή πολιτική επιλογή.
Το πρώτο και βασικό είναι ένα πανεπιστήμιο να είναι πανεπιστήμιο. Για να μπορέσουμε λοιπόν να «πάμε παρακάτω» θα πρέπει η όποια ελληνική κυβέρνηση να εξασφαλίσει ΟΛΕΣ τις προϋποθέσεις λειτουργίας των πανεπιστημίων ως πανεπιστημίων και μετά να εξετάσουμε τη λογική «όπως Αμερική», δηλαδή αν υπάρχει χώρος και λόγος να γίνουν ιδιωτικά πανεπιστήμια. Είναι γνωστό ότι το κόστος των εκπαιδευτικών δαπανών στην ανώτατη εκπαίδευση, ιδιαίτερα σε αρκετές σχολές θετικών επιστημών, αλλά και κοινωνικών σε αρκετές περιπτώσεις, είναι πολύ υψηλό. Και είναι επίσης γνωστό ότι η απόσβεση αυτών των δαπανών γίνεται σε βάθος χρόνου, με τη συμβολή των επιστημόνων στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας και τα έσοδα του κράτους από αυτήν, όπως και από τους εργαζόμενους επιστήμονες όταν αποφοιτήσουν και ξεκινήσουν να εργάζονται.
Συνεπώς αν υπήρχε πραγματικά ιδιωτικό πανεπιστήμιο που αν όχι όλα ένα μεγάλο μέρος των εσόδων προέρχονται από τα δίδακτρα, τότε αυτά θα ήταν τόσο υψηλά που δεν μπορούσε να τα πληρώσει ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού ή θα προτιμούσε να σπουδάσει στο εξωτερικό και συνεπώς θα είχε προβλήματα βιωσιμότητας, ακόμα και αν επιχειρούσε να προσελκύσει φοιτητές από βαλκανικές και αραβικές ή άλλες χώρες. Λογικά λοιπόν τα ιδιωτικά πανεπιστήμιο μπορούν να υπάρξουν μόνο σε δυο περιπτώσεις. Πρώτον να είναι πανεπιστήμια- (δηλαδή κάτι λιγότερο από πανεπιστήμια). Φαντάζομαι αρκετοί που δραστηριοποιούνται στο χώρο της εκπαίδευσης έχουν κατά νου κάτι τέτοιο, να αλλάξουν ταμπέλα κι αντί «κολλέγιο» ή ΙΕΚ να γράφει πανεπιστήμιο. Σ’ αυτό βοηθά και η μεταχείριση των κρατικών πανεπιστημίων από τις ελληνικές κυβερνήσεις που θα το χρησιμοποιήσουν πολλοί επιχειρηματίες ως μέτρο σύγκρισης. Δεύτερον, να είναι ιδιωτικά – (δηλαδή κάτι λιγότερο από ιδιωτικά). Με άλλα λόγια να χρηματοδοτούνται σε κάποιο βαθμό από κράτος. Μην ξεχνάμε πως ένας ακραιφνής νεοφιλελεύθερος, ο πατήρ Μητσοτάκης, όταν ιδιωτικοποίησε την πάλαι ποτέ ΕΑΣ έδινε κρατική χρηματοδότηση στους νέους, ιδιώτες, ιδιοκτήτες τους. Πέραν αυτών και εδώ εγείρεται το αντίστοιχο ερώτημα. Σε αυτά τα ιδιωτικά πανεπιστήμια θα υπάρχει πολλαπλότητα θετικών και θεωρητικών επιστημών ή θα ακολουθήσουν το βολικό για την κερδοσκοπική επιχειρηματικότητα των μονοτμηματικών σχολών που συναντάμε στην Κίνα; Με κατ΄ εξοχήν επικέντρωση στις θεωρητικές σχολές (λόγω χαμηλότερου κόστους), όπως ήδη παρατηρούμε στα κολέγια.
Επανερχόμαστε λοιπόν. Αν και οψέποτε γίνουν ιδιωτικά πανεπιστήμια (καθώς το άρθρο 16 είναι εν ισχύ) θα λειτουργήσουν με τον ίδιο νόμο που διέπει σήμερα τα κρατικά σε ό,τι αφορά την ακαδημαϊκή ελευθερία, την εκλογή των καθηγητών, τις ώρες διδασκαλίας τους, τις αμοιβές τους κ.λπ.; Ως πρόκληση να σημειώσω εδώ ότι στη μητρόπολη του ευρωπαϊκού καπιταλισμού πολλά πανεπιστήμια απαγορεύουν ακόμα και με ωμό τρόπο τις αναρτήσεις καθηγητών (και δεν εννοώ τις επιλήψιμες) στα κοινωνικά μέσα, όπως κάνουν άλλωστε λιγότερο ή περισσότερο ωμά και πολλές ιδιωτικές ή και δημόσιες εταιρείες.
Η ανάλυση αυτή μπορεί να επεκταθεί κι άλλο. Όμως ο χώρος της δημοσιότητας και ο χρόνος του κοινού είναι περιορισμένος. Γι’ αυτό θα κλείσω με ένα απλό ερώτημα. Οι υπέρμαχοι των νεοφιλελευθερισμού, δεξιοί κι αριστεροί, απαιτούν φωνασκώντας να παταχθεί η ανομία. Ο «βιασμός» του συντάγματος με την ουσιαστική ή και την τυπική παραβίαση όσων προβλέπει το άρθρο 16 δεν συνιστά ανομία;