Ο θάνατος του Γκορμπατσώφ ώθησε και θα ωθήσει ακόμα πολλούς απλούς πολίτες, πολιτικούς, δημοσιογράφους, κοινωνικούς επιστήμονες κ.ά. τόσο στη χώρα μας όσο και σε πολλές άλλες να εκφράσουν την άποψή τους με όποιους διαθέσιμους τρόπους και πόρους διαθέτουν. Και είναι αναμενόμενο, καθώς το όνομά του συνδέεται με μια μεγάλη κοινωνική αλλαγή, αλλά και με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, το οποίο έλαβε χώρα δια της πρώτης, δηλαδή με την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» ως κοινωνικο-οικονομικού σχηματισμού.
Η δεκαετία 1970 και η ανάδυση της «γκλάσνοστ»
Η επαφή μου με το όνομα «Γκορμπατσώφ» και τους όρους «περεστρόικα» και «γκλάσνοστ» έγινε στα μέσα του ’80 διαμέσου των βουλγαρικών και σοβιετικών εντύπων, σε αρκετά από τα οποία ήμουν ήδη συνδρομητής, αμέσως μετά την άνοδό του στην ηγεσία του ΚΚΣΕ και της ΕΣΣΔ μετά τον θάνατο του Τσερνιένκο. Η γνωριμία μου με τη φιγούρα του έγινε ακόμα μεγαλύτερη όταν ο Βούλγαρος καθηγητής, ακαδημαϊκός και μέλος της UNESCO, Κρίστιου Γκοράνωφ, «μαθητής» του μεγαλύτερου ίσως σοβιετικού μαρξιστή κοινωνιολόγου της τέχνης Μιχαήλ Λίφσιτς, μου είχε εκμυστηρευτεί ότι η Ουκρανή φίλη του και μετέπειτα σύζυγός του Μαργαρίτα διέμενε στην ίδια φοιτητική εστία με την επίσης Ουκρανή Ραίσα Γκορμπατσόβα (τότε λεγόταν ακόμα Τιταρένκο). Συνεχίζοντας, μου ανέφερε ακόμα πως θυμόταν τον Γκορμπατσώφ να συναντά την Ραίσα στους διαδρόμους της φοιτητικής εστίας, όπως έκαναν τότε αρκετά νεανικά ζευγάρια, όταν κι εκείνος πήγαινε να συναντήσει τη δική του τη Μαργαρίτα, καθόσον εκείνοι διέμεναν σε διαφορετικές φοιτητικές εστίες στη Μόσχα. Η γνωριμία μου με το φαινόμενο «Γκορμπατσώφ» έγινε ακόμα μεγαλύτερη όταν συμμετείχα στις έντονες συζητήσεις, διαμάχες κ.λπ. στα διάφορα φόρα που σχηματίσθηκαν μετά την άνοδο του Γκορμπατσώφ στη Βουλγαρία, στα οποία λάμβαναν χώρα πυκνές και έντονες συζητήσεις και διαμάχες για το χαρακτήρα, την προοπτική, την προέλευση κ.λπ. του εγχειρήματος της περεστρόικα. Μετά από εκείνες τις πρώτες εμπειρίες και σκέψεις, την ενσωμάτωση προγενέστερων βιωμάτων, γνώσεων και αντιλήψεων για τον υπαρκτό σοσιαλισμό, αλλά και με την μεταγενέστερη θεωρητική επεξεργασία τους, η προσωπική μου άποψη έχει συνοπτικά ως εξής.
Η δεκαετία 1970 ήταν η πιο ειρηνική και η πλέον ήρεμη της όλης, τυπικά τεσσαρακονταετούς ψυχροπολεμικής περιόδου (1949 – 1989) – τυπικά διότι ως γνωστόν η αυλαία του έγινε στην Ελλάδα και ήταν θερμή, επί τη βάσει του «δόγματος Τρούμαν». Η δεκαετία 1970 ήταν μια εποχή μείωσης της στρατιωτικής έντασης μεταξύ των δυο υπερδυνάμεων (ΗΠΑ – ΕΣΣΔ), μια εποχή προσέγγισης, μεγαλύτερης έμφασης στην ειρηνική συνύπαρξη, ήταν η εποχή της Ostpolitik, της υπογραφής των συμφωνιών περιορισμού των πυρηνικών εξοπλισμών SALT 1 και SALT 2 της κοινής αποστολής ΗΠΑ και ΕΣΣΔ στο διάστημα Apollo – Soyuz, της μεγαλύτερης ή μικρότερης μετατόπισης του ανταγωνισμού των δυο υπερδυνάμεων και των δυο στρατοπέδων, το καπιταλιστικού και του σοσιαλιστικού, στην πολιτιστική και δημόσια διπλωματία (δηλαδή στη χρήση κατά τον μεταξύ τους ανταγωνισμό «ήπιας δύναμης» σύμφωνα με την ορολογία του Nye ή στην εφαρμογή του δόγματος Brzezinski). Όμως, ήταν μια περίοδος προσέγγισης η οποία, αν κοιτάξουμε κάτω από την επιφάνεια των πολιτικών διεργασιών, δηλαδή στην «υποδομή» με μαρξιστικούς όρους, έγινε με άνισους όρους. Καθώς «έτρεχε» προς τα εμπρός η δεκαετία, το ισοζύγιο γινόταν περισσότερο αρνητικό για την ΕΣΣΔ και τους συμμάχους της.
Χρόνια μετά τα γεγονότα, γύρω από την περεστρόικα, που διάβασα, άκουσα ή έζησα και διαβάζοντας επί πολλούς μήνες εφημερίδες για τις ανάγκες κάποιας έρευνας στη βιβλιοθήκη της Βουλής, στο περίφημο «Καπνεργοστάσιο» στην οδό Λένορμαν, «έπεσα» σε ένα ενδιαφέρον δημοσίευμα της εφημ. «Απογευματινή» των αρχών της δεκαετίας 1970. Στην πραγματικότητα ήταν αναδημοσίευση έρευνας ξένου Μέσου και ανέλυε την οικονομική κατάσταση της ΕΣΣΔ. Στο εν λόγω δημοσίευμα διατυπωνόταν η παρατήρηση ότι ενώ μέχρι τα τέλη της δεκαετίας 1960 η ΕΣΣΔ είχε μεγαλύτερους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης σε σχέση με τις ΗΠΑ, από τις αρχές της δεκαετίας 1970 η ΕΣΣΔ άρχισε να υπολείπεται έναντι των ΗΠΑ.
Την ίδια δεκαετία, αυτή του 1970 συνέβησαν δυο ακόμα σημαντικά γεγονότα σε χώρες της ΚΟΜΕΚΟΝ. Η Πολωνία, προκειμένου να επιτύχει υψηλά επίπεδα δημόσιων επενδύσεων και κατανάλωσης που την θα έφερναν πιο κοντά στις δυτικές χώρες στους αντίστοιχους δείκτες (μην υποτιμάμε το ρόλο της δυτικής προπαγάνδας και την έμφασή της στη σύγκριση καπιταλισμού – υπαρκτού σ’ αυτό το ζήτημα), κατέφυγε σε δανεισμό από το ΔΝΤ. Προς τα τέλη της δεκαετίας (1970), αδυνατώντας η Πολωνία να αποπληρώσει το δάνειο, προέβη σε σημαντικές περικοπές. Αυτές με τη σειρά τους οδήγησαν σε έκρηξη της κοινωνικής δυσαρέσκειας, με κατάληξη τα γνωστά γεγονότα τον Σεπτέμβριο 1979 στο Γκντανσκ, από όπου ξεκίνησε και το ξήλωμα του υπαρκτού σοσιαλισμού στην εν λόγω χώρα. Το ανάλογο έπραξε για τους παρόμοιους λόγους και η Ρουμανία περίπου την ίδια περίοδο. Και η χώρα αυτή της οικονομικής συνεργασίας των κρατών του υπαρκτού σοσιαλισμού, αδυνατώντας να αποπληρώσει ανάλογο δάνειο, στα τέλη της δεκαετίας 1970 επέβαλε στους πολίτες της την αγορά καυσίμων με δολάρια και όχι με το εθνικό νόμισα (λέϊ). Το αποτέλεσμα ήταν, όπως καταγράφηκε σε ρεπορτάζ και φωτορεπορτάζ της εποχής, αμέτρητα αυτοκίνητα να «μείνουν» στους δρόμους και να μην μπορούν να μετακινηθούν, ενώ άλλα τα έσερναν άλογα, καθώς οι πολίτες δεν διέθεταν δολάρια. Άλλοι πάλι προέβαιναν σε διάφορες παραβατικές πράξεις (λ.χ. «μαύρη αγορά») για να προμηθευτούν δολάρια, γεγονός που επιτάχυνε την ηθική διάβρωση, τον ατομικισμό, την αποδιάρθρωση της κοινωνικής αλληλεγγύης και εν γένει την πολιτική και κοινωνική αδιαφορία.
Την ίδια εποχή συντελείται στη Δύση η νεοφιλελεύθερη αλλαγή. Η εγχρήματη και εμπορευματική κυριαρχία της Δύσης στον υπόλοιπο κόσμο, η εξαγορά ή χρήση σιδερένια λογικής ‘όπου χρειάζεται’, η αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών στην παραγωγή εμπορευμάτων, στο εμπόριο και στη διοίκηση, η εμπορευματοποίηση και απελευθέρωση διαρκώς περισσότερων αγορών (μεταφορών και επικοινωνικών, ενέργειας, εργατικού δυναμικού κ.λπ.), η έξαρση του καταναλωτισμού και της εξατομίκευσης, αλλά και ο σημαντικός ιδεολογικός και πολιτικός ρόλος αυτών των διεργασιών, οδηγούν στην αποθέωση της αγοράς και της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας και πολιτικής. Όλα αυτά κάνουν μοντέλο του υπαρκτού σοσιαλισμού να χάνει τη λάμψη του τόσο στο εξωτερικό (αυτό είχε ήδη αρχίσει να συντελείται) όσο και στο εσωτερικό των χωρών του υπαρκτού σοσιαλισμού, με αποτέλεσμα να λάμπει όλο και πιο πολύ το αστέρι της Δύσης.
Έτσι, η ιδεολογική, πολιτιστική και οικονομική άνοδος της Δύσης ενεργοποίησαν και την πολιτική και στρατιωτική της επιθετικότητα της Δύσης από τη μια, αλλά ταυτόχρονα και της ΕΣΣΔ, που έβλεπε να υποχωρεί. Η νεοφιλελεύθερη Θάτσερ εγκαθίσταται στην Downing Street 10 και εγκαινιάζει τη θητεία της με ιδιωτικοποιήσεις στο εσωτερικό και έναν πόλεμο στο εξωτερικό (εναντίον της Αργεντινής για τα νησιά Φώκλαντ), ένας ακραίος νεοσυντηρητικός, σφοδρός αντικομουνιστής, Ο Ρόναλντ Ρέιγκαν εγκαθίσταται στον Λευκό Οίκο και διακηρύσσει το στρατιωτικό πρόγραμμα «Πόλεμος των άστρων» μαζί με την ανάπτυξη στη Δ. Ευρώπη πυραύλων Πέρσινγκ και Κρουζ. Την ίδια στιγμή η ΕΣΣΔ έχει εγκαταστήσει βαλλιστικούς πυραύλους SS 20 στην ΕΣΣΔ και στις λαϊκές δημοκρατίες της Ευρώπης, ενώ εισβάλλει στο Αφγανιστάν προκειμένου να αποτρέψει να τη μετατροπή μιας χώρας που βρίσκεται στο μαλακό της υπογάστριο (το Αφγανιστάν), σε χώρα – μαριονέτα των ΗΠΑ. Ο Ψυχρός Πόλεμος μπαίνει εκ νέου σε φάση όξυνσης, περισσότερο έντονης και επικίνδυνης από εκείνη της δεκαετίας 1950, ίσως πιο επικίνδυνη ακόμα σε σύγκριση και με την κρίση των πυραύλων το 1962.
Ποιούς εξέφραζε η πολιτική Γκορμπατσώφ;
Έτσι, η οικονομική υποχώρηση της ΕΣΣΔ από τη μια και η πολεμική της περικύκλωση από την άλλη, σε συνδυασμό και την αποχώρηση της παλιάς φρουράς από το Κρεμλίνο, κυρίως όμως λόγω της διαρκούς ισχυροποίησης της «κόκκινης μπουρζουαζίας», που διεκδικούσε όλο και περισσότερα ακόμα και μέσα σ’ αυτό το δυσμενές κλίμα ή μάλλον ακριβώς επειδή αυτό γινόταν δυσμενές, οδήγησαν στην ανάδειξη του Γκορμπατσώφ, ο οποίος υποσχέθηκε ριζική ανασυγκρότηση του σοβιετικού κράτους. Την ανασυγκρότηση αυτή την ήθελαν πολλοί παράγοντες εντός και εκτός ΕΣΣΔ, αλλά η κάθε πλευρά την επεδίωκε για διαφορετικούς λόγους.
Μετά την εκλογή του στη θέση του Γ.Γ. του Κ.Κ.Σ.Ε. ύστερα από τον θάνατο του Τσερνιένκο το 1985, η «γραμμή Γκορμπατσώφ», ο οποίος εργαζόταν από 24 ετών ως κομματικό στέλεχος στο ΚΚΣΕ, κατάφερε να αποκτήσει γρήγορα την ηγεμονία ευρέως εντός της Σοβιετικής Ένωσης, εντός των λαϊκών δημοκρατιών, αλλά και εκτός αυτών. Πέτυχε να συσπειρώσει γύρω από το αίτημα της αλλαγής (δηλαδή την περεστρόικα), διαφορετικές κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις, κάθε μια όμως εκ των οποίων εννοούσε την αλλαγή με το δικό της τρόπο, σε διαφορετική κατεύθυνση από εκείνη στην οποία εννοούσαν την αλλαγή άλλες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις. Ο Γκορμπατσώφ κατάφερε να συσπειρώσει όλους αυτούς που ήθελαν αλλαγή αλλά την εννοούσαν ο καθένας διαφορετικά.
Ποιους συσπείρωσε; Πριν απ’ όλα τη διευθυντική τάξη (νομενκλατούρα) της ΕΣΣΔ και άλλων λαϊκών δημοκρατιών, που επεδίωκε σταδιακά και από καιρό μα αποκτήσει τον άμεσο έλεγχο του κοινωνικού πλούτου ως ιδιοκτήτρια πλέον, έναντι του έμμεσου ελέγχου που ασκούσε μέχρι τότε και προερχόταν/οφειλόταν στο κόμμα. Η θέση τους στην ιεραρχία της παραγωγής, η θέση τους στη διεύθυνση των επιχειρήσεων εξαρτιόταν από το κόμμα. Αυτό ήταν από ένα σημείο και μετά εμπόδιο στις επιδιώξεις τους για μεγαλύτερο ατομικό πλουτισμό και πολιτική δύναμη. Η περεστρόικα εξέφραζε αυτές τους τις επιδιώξεις, καθώς δημιουργούσε τις προϋποθέσεις να αποκτήσουν τον άμεσο έλεγχο μέσω της πολιτικής ιδιωτικοποιήσεων, όπως άλλωστε και έγινε.
Βεβαίως, η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, αν και δεν έγινε από τον Γκορμπατσώφ αλλά από τον Μπόρις Γιέλτσιν (θεραπεία του σοκ, ιδιωτικοποιήσεις, διάλυση της ΕΣΣΔ κ.ά. έγιναν επί ημερών του πρώην Γραμματέα του Κ.Κ.Σ.Ε. Μόσχας) εμπεριεχόταν στο εγχείρημα του Γκορμπατσώφ. Μπορεί να μην το υλοποίησε αυτός, αλλά έφτιαξε το αρχιτεκτονικό σχέδιο. Ωστόσο, όταν τα μέλη της νομενκλατούρας επεδίωκαν να γίνουν ιδιοκτήτες των επιχειρήσεων τις οποίες μέχρι τότε διεύθυναν, δεν εννοούσαν αυτό που γνωρίζουμε στη Δύση και ειδικά στη ‘δυτική Δύση’. Εννοούσαν αυτό που πραγματικά έγιναν. Δηλαδή ολιγάρχες. Οι ολιγάρχες είναι επιχειρηματίες που χρησιμοποιούν για αυτό το σκοπό όχι τα οικονομικά μέσα, αλλά τα μέσα που τους παρέχει η πολιτική εξουσία, δική τους ή άλλων ή τα μέσα υποκόσμου ή και του οργανωμένου εγκλήματος. Ο καλλίτερος πολιτικός τους εκπρόσωπος σ’ αυτό στάθηκε ο Γιέλτσιν, όχι ο ευγενικών, σοσιαλδημοκρατικών προθέσεων της μικτής οικονομίας, Γκορμπατσώφ. Πολιτικός εκπρόσωπος αυτών των ολιγαρχών είναι σήμερα ο εθνικιστής και παλιός κατάσκοπος Πούτιν στη Ρωσία, ο πολιτικός εκπρόσωπος των ολιγαρχών της χώρας του ΝΑΤΟφρων Ζελένσκι στην Ουκρανία, ο δικτατορίσκος Λουκασένκο στην Λευκορωσία, ο αμφιλεγόμενος για σχέσεις με τον υπόκοσμο πρώην ασφαλίτης Μπορίσοφ στη Βουλγαρία, ο πάλαι ποτέ φιλελεύθερος και πλέον πιο ακροδεξιός από το Jobbik Βίκτωρ Όρμπαν κ.ά.
Δεύτερο, τα εργατικά στρώματα, τα οποία πίσω από την αλλαγή προσδοκούσαν τη βελτίωση των όρων καθημερινής διαβίωσης όπως το νόημά της είχε παγιωθεί, της ποιότητας της κατανάλωσης δηλαδή περισσότερα καταναλωτικά αγαθά, επώνυμα προϊόντα, εύκολη απόκτηση status symbols όπως στη Δύση (πράγματα που τα έβλεπαν μέχρι τότε στις ταινίες ή τα διάβαζαν στα μυθιστορήματα, στο υλικό της ήπιας δύναμης), της δυνατότητας για ταξίδια στη Δύση ή για απλή μετανάστευση στις μεγάλες πόλεις της χώρας τους. Βέβαια, τα εργατικά στρώματα νόμιζαν πως θα συνεχίζονται να εργάζονται σοσιαλιστικά αλλά να καταναλώνουν καπιταλιστικά, κάτι που πολύ γρήγορα, μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, αντιλήφθηκαν πως ήταν ουτοπία. Όμως όπως και σε άλλες περιπτώσεις η ουτοπία ωθεί τους ανθρώπους να προκαλέσουν αλλαγές.
Τρίτο, τα κοινωνικά στρώματα, ιδιαίτερα οι διανοούμενοι, που ένιωθαν έντονη πολιτική δυσφορία από την αστυνόμευση, τις παρακολουθήσεις, τη στρατιωτικοποίηση της καθημερινής ζωής και άλλα παρόμοια, ιδιαίτερα αν συνδυαστεί αυτό με την επιδείνωση των όρων καθημερινής διαβίωσης που προκαλούσε η οικονομική καταβύθιση. Για παράδειγμα, όπως μου είχε εξομολογηθεί ο Κ. Γκοράνοφ, ο οποίος έγινε υπουργός πολιτισμού μετά την απομάκρυνση του Ζίφκωφ από την εξουσία, έμαθε, μετά τις σημαντικές πολιτικές αλλαγές, ότι τον παρακολουθούσαν τέσσερα άτομα της ασφάλειας με επικεφαλής συνταγματάρχη. Για πολλούς λόγους αλλά κυρίως επειδή διαφώνησε δημόσια με τα προνομιούχα σχολεία για τα παιδιά της διευθυντικής τάξης που δημιούργησε η Λιουντμίλα Ζίφκοβα, κόρη του Τόντορ Ζίφκωφ και σύζυγος του διευθυντή της κρατικής τηλεόρασης. Κι αν έχει κάποια αξία, να προσθέσω ότι στο διάστημα 1986 – 1987, σχεδόν σε εβδομαδιαία βάση ερχόταν στον διαμέρισμά μου στη Σόφια η αστυνομία για να κάνει έλεγχο, στην πραγματικότητα εκφοβισμό, με πρόσχημα μήπως φιλοξενώ παρανόμως κάποιον. Μέχρι που στο τέλος, λίγες μέρες πριν εγκαταλείψω τη χώρα, ο λοχαγός της αστυνομίας Βασίλεφ θα μου πει ξεκάθαρα: «πρόσεξε γιατί κάποια μέρα θα σε βάλουμε σε ένα τέτοιο (το «τέτοιο» ήταν τζιπ της αστυνομίας στρατιωτικού τύπου, σημ. ΓΠ) και κανείς δεν θα μάθει ποτέ για σένα τίποτα». Μπορούμε να καταλάβουμε από αυτή τη μικρογραφία γιατί πολλοί αριστεροί, κομμουνιστές, μαρξιστές κ.λπ. πέρα από όσους ασπάζονταν φιλελεύθερες, νεοφιλελεύθερες, συνητηρτικές κ.λπ. ιδέες, υποδέχθηκαν ευμενώς αρχικά τον Γκορμπατσώφ και το εγχείρημα του. Ο Γκορμπατσώφ χρησιμοποίησε, αν δεν εκμεταλλεύτηκε, τις αδυναμίες, τα προβλήματα, τις στρεβλώσεις κ.λπ. του υπαρκτού σοσιαλισμού για να τον παραδώσει στους ολιγάρχες της ΕΣΣΔ και εν τέλει στη Δύση, στην αρχή ο ίδιος ντροπαλά και στη συνέχεια ο Γιέλτσιν χωρίς ντροπή.
Τέταρτο, ο κλήρος, οι πιστοί και εν γένει οι θρησκευόμενοι κάθε θρησκείας, επίσης συσπειρώθηκαν πίσω από το γκορμπατσόφσκειο σύνθημα για αλλαγή, δηλαδή για «περεστρόικα» και συνεπώς για περισσότερα δικαιώματα ή απλώς δικαιώματα σε όσους δεν χωρούσαν στο άθεο σοβιετικό κοστούμι. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο φόβος από τις οικονομικές και πολιτικές διεργασίες στο εσωτερικό (λ.χ. ένταση του αυταρχισμού) και στο εξωτερικό (ορατός κίνδυνος πυρηνικής εξολόθρευσης) είχαν οδηγήσει στην αύξηση του πλήθους των πιστών και στην επιρροή της θρησκείας. Και κάπου εδώ να προσθέσουμε το ρόλο προς την ίδια κατεύθυνση τον οποίο έπαιξε ο αντικομουνιστής Πάπας Παύλος ΙΙ, που μόνο τυχαίο γεγονός δεν ήταν η εκλογή ενός Πολωνού στη θέση αυτή το 1978, όταν η χώρα ήταν ίσως ο πιο ασθενής, πολιτικά, κρίκος της ΚΟΜΕΚΟΝ.
Πέμπτο, η σοβιετική, βουλγαρική, ουγγρική, πολωνική κ.ά. διασπορά, η οποία ήταν οργανωμένη. Τα μέλη της τα χρησιμοποιούσαν ευρέως οι μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ και άλλων δυτικών χωρών για κατασκοπεία ή προπαγάνδα εκ του μακρόθεν (λ.χ. με εκπομπές στους ραδιοσταθμούς «Ράδιο Ελευθερία» και «Ελεύθερη Ευρώπη»).
Έκτο, η ίδια η Δύση, η οποία, σημειωτέον, στάθηκε ανίκανη να εκτιμήσει τη δυναμική και την πορεία της σοβιετικής κοινωνίας και ως εκ τούτου ανίκανη να «προβλέψει» την επερχόμενη πολιτική αλλαγή. Ακόμα και την κατά την περίοδο η οποία έτεκεν την αναρρίχηση του Γκορμπατσώφ στην εξουσία και την πολιτική αλλαγή που ακολούθησε, η CIA στην αναφορά της μιλούσε για την πολιτική σταθερότητα που υπήρχε στην ΕΣΣΔ. Πιθανώς γιατί εργάζονταν για, και περίμεναν την αλλαγή σε μια από τις λαϊκές δημοκρατίες (λ.χ. Πολωνία, Τσεχοσλοβακία, Ουγγαρία) και όχι στην καρδιά του υπαρκτού σοσιαλισμού, τη Σοβιετική Ένωση. Για τη Δύση, ο Γκορμπατσώφ έγινε ο ηγέτης πρότυπο των λαϊκών δημοκρατιών, η επιβεβαίωση του τέλους της ιστορίας, ο άνθρωπος που τερμάτισε τον Ψυχρό Πόλεμο παραδίδοντας στον καπιταλισμό τις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού και ανοίγοντας νέους ορίζοντες για τις δυτικές επιχειρήσεις και την πολιτική κυριαρχία των ΗΠΑ, για τον «Νέο αμερικανικό αιώνα».
Το πρόσωπο και η κοινωνική τάξη
Αντίθετα με ό,τι μπορεί να πιστεύουν πολλοί, ο Γκορμπατσώφ δεν ήταν ισχυρή πολιτική προσωπικότητα. Γι’ αυτό, το έργο του θα μείνει στην ιστορία, ο ίδιος όμως όχι. Ακόμα και σήμερα σε μεγάλο μέρος της δημοσιότητας συζητείται περισσότερο η συμμετοχή του σε διαφημίσεις καταναλωτικών αγαθών παρά στην παραγωγή πολιτικής, την οποία αρκετοί και αγνοούν. Ήταν ένας αδύναμος και διόλου χαρισματικός πολιτικός (συμβαίνει αυτό σχεδόν με τους περισσότερους σοσιαλ-φιλελεύθερους), ο οποίος στην πραγματικότητα εξέφραζε τα στρατηγικά συμφέροντα της τάξης των σοβιετικών διευθυντών και κυρίως των Ρώσων, πράγμα καθόλου δύσκολο για τη δύναμη που του έδινε η θέση, όσο κι αν ο ίδιος δεν είχε το ίδιο πολιτικό ανάστημα μ’ αυτήν. Ο Γκορμπατσώφ ήταν η προσωποποιημένη έκφραση αυτής της κοινωνικής τάξης ή μάλλον κοινωνικού στρώματος, και των συμφερόντων τους.
Ναι, η κατάρρευση είχε αρχίσει πολύ πιο πριν και η κατεύθυνση της αλλαγής ήταν η αναβίωση του καπιταλισμού. Ο Γκορμπατσώφ ήταν ο άνθρωπος που έθεσε τα πολιτικά θεμέλια αυτού του εγχειρήματος με ευγενή τρόπο, έργο το οποίο συνέχισαν ο Γιέλτσιν και ακολούθως ο Πούτιν με κυνικό τρόπο. Ο Γκορμπατσώφ στάθηκε ο ευγενής πολιτικός και οραματιστής του Ρωσικού σοσιαλ-φιλελευθερισμού με τον ίδιο τρόπο που αργότερα ο Πούτιν έγινε ο Ρασπούτιν της Ρωσικής δεξιάς, και ηγείται κόμματος που είναι αδελφό κόμμα πολλών δεξιών εθνικιστικών κομμάτων ανά τον κόσμο, όπως και της Νέας Δημοκρατίας, αλλά και άλλων πολιτικών σχηματισμών στην Ελλάδα.
Η πολιτική σημασία του Γκορμπατσώφ και η πολιτική του νίκη έγκειται στο γεγονός ότι κατάφερε να συσπειρώσει γύρω από το αίτημα της αλλαγής που διατύπωσε (την περεστρόικα) πολλά, διαφορετικά και ετερόκλητα κοινωνικά στρώματα. Κατάφερε να αναγάγει το συμφέρον της Ρωσικής διευθυντικής τάξης που επεδίωκε να γίνει αστική, σε συμφέρον όλης της κοινωνίας ή έστω σημαντικού τμήματός της.
Γι’ αυτό και αρκετοί, αν και κοιτούσαν προς την αντίθετη πολιτική κατεύθυνση από αυτή που κοιτούσε ο Γκορμπατσώφ, είδαν αρχικά με καλό μάτι τον ερχομό του, το σύνθημά του και την προσπάθειά του. Εδώ οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι πολλοί, όπως στην Ελλάδα το ΚΚΕ αντιλήφθηκαν, αν όχι αμέσως, σχετικά έγκαιρα την ουσία και την κατεύθυνση της ιστορικής αλλαγής που επαγγελλόταν ο Γκορμπατσώφ, είτε ενστικτωδώς, είτε επειδή, ενδεχομένως, είχαν πληροφορίες, είτε επειδή εκεί τους οδηγούσε εκεί η θεωρητική πολιτική κ.λπ. ανάλυσή τους, είτε τέλος για όλους αυτούς τους λόγους.
Η «περεστρόικα» συνιστούσε εκείνη την στιγμή ιστορική δικαίωση του δυτικού καπιταλισμού και ιδιαίτερα του νεοφιλελευθερισμού, που θεωρούσε ως imperative την εξάπλωση του καπιταλισμού και της αστικής δημοκρατίας ανά τον κόσμο ως παράγοντα και αποτέλεσμα της ειρήνης και της ευημερίας. Αυτό ακριβώς έλεγε με δικά του λόγια και ο Γκορμπατσώφ. Το «δόγμα Γκορμπατσώφ» συνιστούσε την ρωσική, ουκρανική, Λευκορωσική κ.λπ. εκδοχή του ΤΙΝΑ. Σε κάθε σοβιετική δημοκρατία, πίσω από αυτό το σύνθημα κάθε μέλος της διευθυντικής τάξης έβλεπε ένα λαμπρό κομπραδόρικο μέλλον για τον εαυτό του, έναντι του απλού λαού, αλλά και έναντι των ολιγαρχών στις άλλες σοβιετικές δημοκρατίες και κυρίως έναντι των κυρίαρχων ολιγαρχών, των Ρώσων.
Το ποια ήταν η ουσία της πολιτικής Γκορμπατσώφ φαίνεται από τα αποτελέσματα αυτής της πολιτικής. Η πολιτική αυτή δεν διέλυσε την νομενκλατούρα, αλλά αντίθετα προσπάθησε να την μετατρέψει σε αστική τάξη. Όμως ακριβώς επειδή προσπάθησε να την καταστήσει αστική τάξη με εξω-οικονομικά μέσα κατέληξε να γίνει τάξη ολιγαρχών η οποία διαθέτει τεράστια ατομική ιδιοκτησία χάρη στην εκμετάλλευση πολιτικής και άλλης εξω-οικονομικής δύναμης. Μπορεί η πολιτική που εγκαινίασε ο Γκορμπατσώφ να μη διέλυσε την νομενκλατούρα, κατάφερε όμως να διαλύσει τα κοινωνικά δικαιώματα των εργαζομένων στην ΕΣΣΔ και τις άλλες λαϊκές δημοκρατίες, αλλά ακολούθως και στη Δύση, με αποτέλεσμα να οδηγήσει στη λουμπενοποίηση μεγάλο μέρος εξ αυτών, να τους πετάξει στη φτώχια, στην εξαθλίωση, στην παραβατικότητα αλλά και στον εθνικισμό, ως μεθαδόνη της ελλείπουσας κοινωνικής προστασίας.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στο σύνολό τους, οι οικονομικές και πολιτικές διεργασίες οδήγησαν στην ανάπτυξη του εθνικισμού στις σοβιετικές αλλά και τις λαϊκές δημοκρατίες και κατά συνέπεια στην ανάπτυξη φυγόκεντρων και αποδομητικών τάσεων, ως αποτέλεσμα της αντιπαλότητας μεταξύ των ολιγαρχών από τις επιμέρους σοβιετικές δημοκρατίες. Οι μετέπειτα εμφύλιοι είχαν ξεκινήσει ως εθνικιστικές διαθέσεις αποσκίρτησης ήδη στα πλαίσια του «ancient régime». Αυτός ήταν και ο λόγος που πρωτοσέλιδο της «Πράβντα» κάπου στο 1986 έκανε έκκληση για την καταπολέμηση του εθνικισμού στις σοβιετικές και λαϊκές δημοκρατίες, ο οποίος όπως είναι λογικό στρεφόταν ιδιαίτερα εναντίον της κυρίαρχης σε αυτές εθνότητας και νομενκλατούρας, της ρωσικής, όπως έγινε αντίστοιχα με τη σερβική στη Γιουγκοσλαβία. Μην ξεχνάμε ότι ο Γκορμπατσώφ εκτιμούσε τον Πούτιν ακριβώς διότι διατήρησε ενωμένο μεγάλο μέρος της πρώην ΕΣΣΔ, δηλαδή διατήρησε την εξουσία των Ρώσων ολιγαρχών στο τμήμα αυτό της χώρας.
Όχι, ο Γκορμπατσώφ και οι συνεργάτες του δεν χρησιμοποιούσαν από πολλά χρόνια τον μαρξισμό, ούτε ως πρόφαση. Η επιδίωξη ήταν μια. Η καπιταλιστικοποίηση – δυτικοποίηση των σοβιετικών και λαϊκών δημοκρατιών χωρίς να αλλάξουν οι δομικές σχέσεις εξουσίας, ακολουθώντας δηλαδή έναν δρόμο, ο οποίος τελικά δεν οδηγούσε στη Δύση αλλά σε μια καπιταλιστική δεσποτεία, όπως άλλωστε έγινε και με άλλα «εκσυγχρονιστικά» πειράματα.
Ο Γκορμπατσώφ δεν ήταν προδότης διότι δεν πρόδωσε κάτι που πίστευε. Δεν πίστευε στον σοσιαλισμό. Ο Γκορμπατσώφ δεν υπήρξε ούτε αναμορφωτής διότι η αναμόρφωση (αναδόμηση ή περεστρόικα) μιας χώρας σημαίνει να γίνει αυτή καλλίτερη. Δεν σημαίνει να μειωθεί το ΑΕΠ κατά 40%, δεν σημαίνει να τη γεμίσεις με ολιγάρχες και μαφιόζους, δεν σημαίνει να στείλεις στην αγορά του σεξ στο εξωτερικό μισό εκατομμύριο νέες γυναίκες, δεν σημαίνει να μειωθεί το προσδόκιμο ζωής κατά δέκα χρόνια μέσα σε πέντε έτη ούτε πολλά άλλα. Ο Γκορμπατσώφ είχε την αφέλεια (;) να πιστεύει πως με ένα κλικ, αλλάζοντας τις ηγεσίες στη Σοβιετική Ένωση και στις λαϊκές δημοκρατίες, θα τις μετατρέψει σύντομα σε «Σουηδία», κι αυτό δείχνει πόση σχέση είχε με τον μαρξισμό. Αδύναμος αν και καλοσυνάτος πολιτικός ο ίδιος, αλλά αυτό που μετρά στη νεωτερικότητα είναι το αποτέλεσμα όχι οι προθέσεις.
Ο Γκορμπατσώφ ακολούθησε μια τέτοια πολιτική στην ΕΣΣΔ και εν γένει στον υπαρκτό σοσιαλισμό, την οποία ακολούθησαν αρκετοί σοσιαλ-φιλελεύθεροι σε άλλες χώρες, με χαρακτηριστικό παράδειγμα στη χώρα μας τον Σημίτη και τους «εκσυγχρονιστές». Νόμισαν και νομίζουν πως θα κρύψουν την «κάπα του τσομπάνη» με ένα «συνολάκι Βρυξελών». Γι’ αυτό, ο θάνατος του Γκορμπατσώφ πέρα από όλα τα άλλα είναι, τουλάχιστον συμβολικά, δεν σηματοδοτεί τόσο το τέλος της ΕΣΣΔ και του υπαρκτού σοσιαλισμού, αυτό έχει συντελεσθεί προ πολλού, όσο το τέλος του σοσιαλ-φιλελευθερισμού, αν όχι γενικότερα του αφελούς, μεταμοντέρνου ευρωπαϊσμού, το οποίο επιτάχυνε η οικονομική κρίση, η πανδημία και η Ρωσο-ΝΑΤΟ/ουκρανική αντιπαράθεση.
Γιώργος Πλειός, Καθηγητής στο Τμήμα ΕΜΜΕ και Επισκέπτης Καθηγητής στο Τμήμα Κοινωνιολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.